Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσσου Θάλεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσσου Θάλεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

ΘΑΛΕΙΑ ΤΑΣΣΟΥ

Γεννήθηκε στον Πάνω Αμίαντο της Κύπρου, όπου έζησε τα πρώτα 10 χρόνια της ζωής της. Τα υπόλοιπα, μέχρι το τέλος του Γυμνασίου τα πέρασε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου απ’ όπου κατάγονταν οι γονείς της. Σπούδασε στο Παρίσι και είναι πτυχιούχος κοινωνιολογίας, καθώς και γαλλικής φιλολογίας και παιδαγωγικής. Στη συνέχεια σπούδασε νομική στο Μόντρεαλ όπου ζει από το 1976. Δίδαξε σε κολλέγια και στα παροικιακά σχολεία. Στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και πεζά σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα. Τελευταία, εκτός από το γράψιμο, ασχολείται με το σχέδιο και τη ζωγραφική.

O ΠΑΤΕΡΑΣ


 Θάλεια Τάσσου 
Φεύγεις...
Μας αφήνεις
Το βάρος
Της αξεπλήρωτης
Αγάπης σου

Τα μάτια
Τα διαπεραστικά
Αυτά μάτια

Ξεθώριασαν

Κι οι ομιλίες
Που δεν μπορούσαμε
Να διακόψουμε
Κάποτε

Πήρε
Τη θέση τους
Μια ανυπόφορη
Σιωπή

Μια σιωπή

Που μας τρυπά
Το στομάχι

Μια κουρασμένη
Μηχανή

Το μυαλό
Η μνήμη
Ο λόγος
Η λογική

Ο Θεός

Σκέφτεσαι
Τα 42 σου
Χρόνια
Και τί
Έπραξες

Τα τζιτζίκια
Συνεχίζουν
Τη συναυλία
Τους

Κι οι κολυμβητές
θορυβούν
στην πισίνα

Στη Λευκωσία
Το 1994
Μια Τρίτη
Αυγούστου
23.

Η ΚΥΡΑ ΚΑΤΙΝΑ

Θάλεια Τάσσου


Η κυρά Κατίνα

Και τ’αυθάδικα
Παιδιά της
Δυο τεράστιοι
Παπαγάλοι
Ο ένας ψιντρός
Αγγλομαθής
Να βρίζει
Κι ο άλλος
Ζωηρούλης
Και θρήσκος
Σαν κι αυτήν
Να ψέλνει στα ελληνικά
Κύριε ελέησον
Μου έκανε δώρο
Λιβάνι από το Άγιον Όρος
Που έφερε ο πατήρ Εφραίμ
Στην εκκλησία της
Παναγίτσας
Όπου κάθε χρόνο
Εξωμολογεί
Τις Ελληνίδες
Μοντρεαλίτισσες
Γυναίκες
Μου πρόσφερε καφέ
Και κρητικά παξιμαδάκια
Από το ζαχαροπλαστείο
Πικαντίλλυ
Δουλεύει πωλήτρια
Στο Αλάσκα Λέδερ
Στο σπίτι της
Καίει ολοήμερα λιβάνι
Κι έχει τη φωτογραφία
Του πατήρ Εφραίμ στον
Τοίχο
Φεύγοντας
Πήρα μια συνταγή
Από σκόρδο
Που γιατρεύει
Όλες τις αρρώστειες
Κι ένα φυτό που
Φέρνει γούρι
Η κυρά Κατίνα
- Αρχαίο κυκλαδικό ειδώλιο -
αγκομαχούσε ανεβαίνοντας
τις σκάλες
με φώναξε να διαβάσω
το ρολόι του ηλεκτρικού
το κλείνει την Άνοιξη
και το ανοίγει τον
χειμώνα
το εγγονάκι της κρυώνει
που το κρατάει κάτι μέρες
ο γιος της παντρεμένος
με γαλλίδα, χωρισμένος,
κρατάει μπαρ στην
οδό Σεν Λοράν
Τα έπιπλά της
Μια ραπτομηχανή
Και θεώρατα φυτά
Σε ντενεκέδες
Ανάμεσα σ’αυτά
Και το φυτό
Που φέρνει
Γούρι...

Θάλει Τάσου, Μόντρεαλ, 1997


Στην Αυλίδα

Θάλεια Τάσσου


Κουραστήκαμε
Να περιμένουμε
Τον ούριο
Άνεμο.
Όλοι οι άνεμοι
Πνέουν προς
Δυσμάς.

 

Νοσταλγία

Θάλεια Τάσσου 


Καλοκαιρινά
Βραδυνά
Στην Πάφο
Το άρωμα
Του  πακιστανού
Να σε μεθά

Κύπρος
νωχελική
Κι ανατολίτικη
Με τις αρτυμαθκιές
σου
Και τις αροδάφνες
Τα κυπαρίσσια
σου
Και τις ροδιές

Πώς να σε θυμηθώ
Να μην ανατριχιάσω
Με το χαραγμένο
μισοφέγγαρο
στο δέρμα
Των βουνών
σου
Και το Αλλάχ
του χότζα
Να βιάζει την
ηρεμία
της νύχτας
σου.




Σαντορίνη

Θάλεια Τάσσου 


Θέλω να σε κρατήσω
Σφιχτά κλεισμένη
Στα φούξια
Λουλούδια
Της βουκαμβίλιας
Στεφάνι
Σε
Κατάλευκο τοίχο
Νησιώτικο

Να σε κρατήσω
Για πάντα
Αιχμάλωτη
Στη γεύση
Των ξανθών
κρητικών
Χρυσόμηλων

Να σε φυλακίσω
Στο άσπρο
Και γαλάζιο
Των κυκλαδικών
Σπιτιών
Των χιλιάδων
ασύμετρων
παρεκλησιών
στα στενά
ανεμοδαρμένα
καλντερίμια
τα
χωρίς ηλικία
της Οίας

στα φύλλα του βασιλικού
που ο καπετάνιος
των 18 Μποφόρ
αποκάλεσε δυόσμο


Στο χείλος

Του ηφαίστειου

Προσευχή
Στο μοναστήρι
Του Προφήτη Ηλία

Να σε σκαλίσω
Με πετραδάκια
Στα μηνύματα
Των ερωτευμένων
Στους γονατιστούς
Από τα μελτέμια
Ευκάλυπτους
τραγούδι
Στη βάρκα του Κρητικού
Καπετάν Ηλία
Πεισματική περιφρόνηση
Στην απύθμενη άβυσσο
Αιώνιο τιτίβισμα χελιδονιών
Σε τοιχογραφία στ’ Ακρωτήρι.


Στην Πολιτεία των θαυμάτων


 Θάλεια Τάσσου 
Υπάρχει
Πάντα
Χώρος
Για εκπλήξεις
Αλλά
Τώρα
Οι εκπλήξεις
Δεν μας
Εκπλήττουν
Πια
Μπορούμε
Να τις
Προβλέψουμε
Με μαθηματικήν
Ακρίβεια

Η Μάγισσα Κίρκη
Γαρ
Μόλις
Κουνήσει
Το ραβδί
Της
Ξέρουμε
Πως
Οι μαριονέττες
Μπαίνουν
Αυτόματα
Σε κίνηση
Ακολουθώντας
Τις
Κινήσεις
Των
Νημάτων

Υπάρχουν
Δε
Και μαριονέττες
Μετά «διπλωμάτων»

Αυτά
Συμβαίνουν
Στην Πολιτεία
Των θαυμάτων.


 

Αφροδίτη Μοντρεαλίτισσα

Τάσσου Θάλεια

I

Ήμουν εκεί,
στ’ ακρογιάλια της Πάφου
την είδα ν’ αναδύεται απ’ τους αφρούς
την ώρα που έδυε ο ήλιος
πίσω από την Πέτρα του Ρωμιού.
Ύστερα την πήγαν
και την έστησαν
σ’ ένα μουσείο
στη Νέα Υόρκη
τα βράδυα χόρευε
το χορό της κοιλιάς
σε τραπέζια πλουσίων.
Αυτή την ξέρω
μου ψιθύρισε στ’ αυτί
ένας Έλληνας μετανάστης
μας την έκλεψαν οι Εγγλέζοι
όταν κατέλαβαν το νησί
τώρα προσπαθούμε
να την πάρουμε πίσω
με την καινούργια κυβέρνηση
υπάρχουν ελπίδες
η καινούργια υπουργός Πολιτισμού
θα κάνει το παν
θα φτάσει μέχρι και τον ΟΗΕ
λένε πως κοιμήθηκαν
πολλές φυλές στο κρεβάτι της
είναι όμως ακόμη ωραία
δεν μας την πήραν τυχαία
οι ξένοι.

II

Χτες την είδα και τη λυπήθηκα
όταν έφευγε απ’ τη δουλειά
είχε τα μάτια ολόμαυρα
από την αϋπνία
ήταν άβαφτη
μου φάνηκε γερασμένη
της είπα
γεια σου πατριώτισσα
κι αυτή μουρμούρισε κάτι
μισά ελληνικά
μισά αγγλικά
(κάτι παράξενα ελληνικά)
ισιώνοντας το μαντήλι
που είχε στους ώμους της
θέλω να πάω στην Πατρίδα
μουρμούρισε τουρτουρίζοντας
έχω δισκοπάθεια
κι αρθριτικά
το παιδί μου υποφέρει
από άσθμα
έχω ανάγκη από ήλιο
είπε ο γιατρός
προτού όμως φύγω
πρέπει ν’ αγοράσω
το γούνινο παλτό
που ονειρεύομαι χρόνια
πώς μπορώ να πάω
χωρίς αυτό
στην Πατρίδα
πάρε με μαζί σου
απόψε
πατριώτη
φοβάμαι
τους εφιάλτες
τα βράδυα
τις κατσαρίδες
και τα ποντίκια

III

Όταν έφτασαν στο λιμάνι
ήταν όλα κάτασπρα
οι Ελληνίδες
χτυπιόντουσαν
κι οι Ιταλίδες
ξερίζωναν τα μαλλιά τους.
Στο σπίτι του πατέρα μου
στο καρτιέ Σεν Ανρί
εκεί που πήγα να πάρω
το γάλα απ’ τη ντουλάπα
τρόμαξα.
Μια τεράστια νυφίτσα
ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο
κι όταν άναψα το φως
είδα πως κατσαρίδες
περπατούσαν επάνω μου
κι από τότε
παραμιλώ στον ύπνο μου
από τότε
ονειρεύομαι να φύγω
απ’ αυτό τον τόπο

IV

Τη συνάντησα
στη στάση
του λεωφορείου
παρά λίγο να
μη τη γνωρίσω
έμοιαζε με τις
κούκλες που βάζουν
στις βιτρίνες
Αφροδίτη του Βορρά
τυλιγμένη
στη ζεστή της γούνα
πώς ένοιωθε άραγε
εκεί μέσα
προσπάθησα
να ξαναβρώ
τις ρυτίδες
που πρόσεξα
εκείνο το βράδυ
στο πρόσωπό της
ήταν μακιγιαρισμένη
και το γούνινο
καπέλο
έκρυβε το μισό της
μέτωπο!

 V

Στο σαλόνι της
έχει τις ομορφότερες
πορσελάνες του κόσμου
γεμάτες ασημικά
οι βιτρίνες της
οι τοίχοι του σπιτιού της
στολισμένοι με κάντρα
κεντρημένα απ’ τα χέρια της
η φρίζα της
γεμάτη με του πουλιού
το γάλα
απέκτησε και χρώματα
και πολλά
ηδονικά μυρωδικά
έχει ένα γάτο
που το λένε Φιοντόρ
εργάζεται χόστες
στο ξενοδοχείο Κουίν Ελίζαμπεθ
τις προάλλες
γύρισε κατάμαυρη
απ’ το Μπαρμπέϊτος


VI

Το μασίνι,
πάλι το μασίνι
στο μασίνι
οι ίδιες κινήσεις
κάθε μέρα
κάθε ώρα
κάθε λεπτό
κάθε δευτερόλεπτο
και το βράδυ
σκέφτεται
το καινούργιο
φόρεμα που θα
ράψει
με το καινούργιο
πατρόν
ράβει καμιά
δεκαριά
καινούργια
φορέματα
το μήνα
πώς θα μπορούσε
να παρουσιαστεί
στην εκκλησία
με το ίδιο φόρεμα
την Κυριακή;


MΑΤΣΙΚΟΡΥΔΟ



Κάθε χρόνο σε περιμένουμε

Να φυτρώσεις
Αγγελιαφόρος της Άνοιξης
σπάνια μοναδικό, ντελικάτο
Με το χαριτωμένο διπλό κεφαλάκι σου
Άσπρο και κίτρινο
Κι εκείνο το θεσπέσιο άρωμα
Από τότε που φύγαμε
πριν 20 χρόνια
δεν έχουμε νέα σου
Να φυτρώνεις άραγε στο ίδιο σημείο
στο περιβόλι μας στα Σκαλιά
Κάτω από τη μεσπηλιά
Και τις κιτρομηλιές
Δίπλα στο σπίτι της
Παστομαρίας
Τα καλοκαίρια όταν ερχόμαστε
Τρεχάτοι για διακοπές
Δεν τολμούμε να ρωτάμε
Για σένα
σοβαρός άνθρωπος πώς μπορείς
να ρωτάς για λουλούδια
Εδώ άνθρωποι χάνονται
Ασθένεια παιδικής ηλικίας...
Όμως εμείς σε κρατάμε σφιχτά
κλεισμένο στη μνήμη μας
τούτη τη μεταμεσονύχτια ώρα
Και το ερωτηματικό που τόσα
Χρόνια αναβάλλουμε
Δαμόκλειος σπάθη
Θα παραμείνει μετέωρο θεληματικά
Επ’αόριστον
Όμως εσύ δεν μπορεί
Θα εξακολουθείς να φυτρώνεις
Στις χούφτες μας
στο Μοντρεάλ
Θα έρχεσαι να μας βρίσκεις
Τις ώρες της περισυλλογής
τεράστιο κι επιβλητικό
Μ’ευωδιά θα γιομίζεις
Το πληκτικό μας δωμάτιο
Και θα μας περιμένεις
Στον Καλοπαναγιώτη
Στα Σκαλιά
Στην Καρπασία
Στον Πενταδάκτυλο

Θάλεια Τάσσου