Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ταρδίος Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ταρδίος Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Οι Πνιγμένοι / Ταρδίος Γιώργος




Η θάλασσα ήταν κόκκινη.
Στον κόλπο ξεχυνότανε χαλκός απ’ τα μεταλλεία.

Ήλιος επίπεδος καθόταν
στ’ ακροθαλάσσι κι έσπρωχνε
τα κύματα στην όχθη.

Επάνω στη βουνοκορφή
κούρνιαζε η γριά στα μαύρα
Τα πόδια της ξέγδερναν τον βράχο
έτσι που κρυφοκοίταζε της θάλασσας το αίμα.

Αμύγδαλα απ’ τα δάχτυλά της κυλούσαν
στο νερό.
Ασάλευτα τα κύματα.

Ο εγγονός, λευκό
αδράχτι στo εκτυφλωτικό φως
Καταδύθηκε στο κουφάρι του δουλεμπορικού
Να δει λέει τους πνιγμένους.

Η γριά στη θάλασσα σκόρπιζε ρόδια.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.

Έτσι όπως έψαχνε στ’ αμπάρι
Άγγιξε τον αγκώνα του ο καιρός
και ρούφηξαν οι δίνες
γούβες στην επιφάνεια.

Άφησε η γριά στάρι να πέσει απ’ τη μαύρη της μαντήλα
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.

Μα έφτυσε ο ήλιος στα μάτια της.
Σφιχταγκαλιάστηκε κι έκρωξε
Πέταξε σταφίδες κατάμουτρα του ήλιου.

Κι ο εγγονός αναδύθηκε στο ηλιόφως
με το στόμα ανοιχτό
κεφάλι φλογισμένο
τη σάρκα σκεπασμένη από χαλκό.

Τον είχαν φιλήσει οι πνιγμένοι
Απαλά
Σαν τα φιλιά της μακαρισμένης της γιαγιάς του.

Ξένο Φως / Ταρδίος Γιώργος


  
Λάπηθος.
Στη Λάπηθο
το φως διπλώνει τη θάλασσα στο μέλι

Νυσταγμένα κύματα ξεπλένουν το γαμήλιο γλέντι.

Τρεις μέρες περιδρόμιαζαν οι ξένοι, τώρα κυλιούνται στην άμμο
σαν τα γουρούνια
Διεσταλμένοι ήλιοι σκάνε στα μάτια τους
Ξένο φως
μεστώνει όσους κοιμούνται κι αντανακλώνται στον χαλκό.

Απόμακρες
μαρμαρυγές ρευστού γυαλιού
σπάνε στα δυο τους άντρες.

Ένσωμος ο αέρας σαν το κρασί
Οι μεθυσμένες πνοές του περιτυλίγουν τα βιολιά

Βυζαίνουν οι κατσίκες παρατημένες φλογέρες
Στις αυλόπορτες τα παλούκια χορταριάζουν.
Ακόμη κι οι παπάδες έπαιρναν γυναίκα στη Λάπηθο.

Καταπονώντας το γαϊδούρι με τη χάρη του
ο Ξενοφώς, λεβέντης του χωριού, άπιαστος,
χόρευε στο γόνατο τεράστιο καθρέφτη
δώρο καμαρωτό, σ’ ασφαλισμένη αγκάλη.

Πλαισιωμένος απ’ του γυαλιού το παιχνίδισμα, έγνεθε τραγούδια να ημερέψει τα πουλιά
διασχίζοντας θαλασσοζαλισμένους λειμώνες κι ουρανούς.

Υπέρκαλος ταξίδευε απ’ τη Μόρφου τ’ όμορφο χωρκό
στη Λάπηθο για να γινεί κουμπάρος.

Λάπηθος!
Λευκά τραπέζια παραταγμένα στην ακτή
Στερεώθηκε ο καθρέφτης στην άμμο αντίκρυ στην παλίρροια.

Κρατιούνταν απ’το στριφτό μαντήλι μ’ αντικριστές παλάμες
και χόρευαν τη νύφη κουμπάρος και γαμπρός

καθώς άστατο νεφέλωμα κέντριζε τη θάλασσα.
Σαν σεληνιασμένος σκάρωνε ο Ξενοφώς τραγούδια για τον γαμπρό τον φίλο
φύλακα των αλλόφρονων στη Λάπηθο.

Τα λόγια του σφιχτόραβε ο βιολάρης.

Το πώς δεν το κατάλαβε κανείς, μπορεί να ρούφηξε την όρασή τους το κρασί
την τρίτη αυγή του γάμου, καθρεφτισμένους στο γυαλί
τους βρήκαν, πρωτοκουμπάρο με τη νύφη.

Τον έδεσαν ανάποδα στο γαϊδούρι του και μεθυσμένο
τον απέπεμψαν πάνω απ’ τους βράχους της Κερύνειας
ταξίδι μιας βδομάδας.

Το γαϊδούρι πέθανε μα όλο τραγούδαγε ο Ξενοφώς
κι έβλεπε τη μορφή της να γεννιέται κάθε μέρα σε πράγματα αιχμηρά
κι αστραφτερά.

Έκλαψε πάνω από λακκούβες, θρύψαλα, πηγάδια
που νότιζαν τη νύφη του.

Του ονόματός του ξένο φως εισχώρησε στον νου του.

Από ντροπή ο πατέρας αντίστρεψε στον τοίχο την εικόνα του
σκέπασε το γυαλί με μαύρο
και τον παρέδωσε στον μόνο τόπο που είχε υπόψη για τρελούς

στη Λάπηθο.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Νησιά / Γιώργος Ταρδίος


Τον Κόσμο τον προβληματίζει
η έλλειψη θεώρησης.
Τραγουδώ τα τραγούδια μου.
Ο Κόσμος κοιμάται.
Βλέπω στο φλιτζάνι μου την αντανάκλαση τ’ ουρανού.
Μετακινώ το φλιτζάνι
γέρνω τον ουρανό.
Ο πετούμενος γερανός σκιαγραφείται
πάνω στον λασπότοιχο.
Η σκιά μου αγγίζει τη δική του
και τον καβαλικεύω.
Τ’ αστέρια καθρεφτίζονται σε μια λιμνούλα
από βροχόνερα.
Με το χέρι μου μαζεύω το νερό.
Έχω μια χούφτα αστέρια.
Πιάνομαι απ’ το κλαδί του δέντρου.
Φυσάει ο άνεμος
και το δέντρο μού σφίγγει το χέρι.
Το φεγγάρι τρεμοφέγγει στο ποτήρι του κονιάκ.
Πίνω
και γεύομαι το φεγγάρι.
Σκαρφαλώνω σε μια συκιά και κατοπτεύω.
Η γη έχει πέσει.
Της μάνας μου το πρόσωπο εμφανίζεται
στην επιφάνεια μιας ελιάς.
Τσακίζω την ελιά
και χαρακώνω το πρόσωπο της μάνας μου.
Όλος ο κόσμος
Όλος ο κόσμος εισρέει μέσα απ’ τις μπάρες του παραθύρου μου.
Χαμηλώνω τα βλέφαρα
και φράσσω τις πλημμύρες
μετάφραση από τα αγγλικά Δέσποινα Πυρκεττή