Η θάλασσα ήταν κόκκινη.
Στον κόλπο ξεχυνότανε χαλκός απ’ τα μεταλλεία.
Ήλιος επίπεδος καθόταν
στ’ ακροθαλάσσι κι έσπρωχνε
τα κύματα στην όχθη.
Επάνω στη βουνοκορφή
κούρνιαζε η γριά στα μαύρα
Τα πόδια της ξέγδερναν τον βράχο
έτσι που κρυφοκοίταζε της θάλασσας το αίμα.
Αμύγδαλα απ’ τα δάχτυλά της κυλούσαν
στο νερό.
Ασάλευτα τα κύματα.
Ο εγγονός, λευκό
αδράχτι στo εκτυφλωτικό φως
Καταδύθηκε στο κουφάρι του δουλεμπορικού
Να δει λέει τους πνιγμένους.
Η γριά στη θάλασσα σκόρπιζε ρόδια.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.
Έτσι όπως έψαχνε στ’ αμπάρι
Άγγιξε τον αγκώνα του ο καιρός
και ρούφηξαν οι δίνες
γούβες στην επιφάνεια.
Άφησε η γριά στάρι να πέσει απ’ τη μαύρη της μαντήλα
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.
Μα έφτυσε ο ήλιος στα μάτια της.
Σφιχταγκαλιάστηκε κι έκρωξε
Πέταξε σταφίδες κατάμουτρα του ήλιου.
Κι ο εγγονός αναδύθηκε στο ηλιόφως
με το στόμα ανοιχτό
κεφάλι φλογισμένο
τη σάρκα σκεπασμένη από χαλκό.
Τον είχαν φιλήσει οι πνιγμένοι
Απαλά
Σαν τα φιλιά της μακαρισμένης της γιαγιάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου