Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλοζώης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλοζώης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

ΤΟ ΣΚΑΡΙ / Καλοζώης Γιώργος

 


Είστε το σκαρί που φτιάχτηκε
με φροντίδα κόπο πολύ
και με λάθη
που εντοπίστηκαν έγκαιρα
οι ναυπηγοί διορθώνουν
όσα οι γονείς παρέλειψαν
δεν τολμώ να πω πως
εσκεμμένα αμέλησαν
Είστε το σκαρί που όμοιο
του δεν υπάρχει όπως δεν
υπάρχει όμοια αγάπη και
όμοιο μίσος
η ίσαλος είναι σωστή
η γάστρα στέρεη και το πανί
αγοράστηκε ακριβό για να
αντέχει και να μην σκίζεται
Έχουν γίνει πολλές
προσομοιώσεις του πλου σας
στο αμπάρι τοποθετήθηκαν
όλες οι γνώσεις και τα βιβλία
σας με τάξη και ακρίβεια
ώστε να παλαντζάρουν
Οι λοστρόμοι είναι καλοί
οι θαλαμηπόλοι το ίδιο
αλλά οι καλύτεροι είστε εσείς
εσείς είστε οι καπετάνιοι
προετοιμασμένοι για ταραχή
και νηνεμία για πλημμυρίδα
και αμπώτιδα
για τόπους που έχουν να δώσουν
προσοχή σε τόπους που έχουν
να πάρουν σε τόπους που
σίγουρα Θα απογοητεύσουν
όποιος είναι επιρρεπής
απογοητεύεται αλλά εσείς
διδαχτήκατε πως η άλλη
μέρα δεν θα είναι η ίδια
και ότι αυτό που ψάχνεις
στο τέλος το βρίσκεις γιατί
είναι μέσα σας η ζωή
και κάποτε η φρενίτιδα
γιατί είστε εσείς η χαρά
και ο άνεμος και τα βράχια
και η άμμος και τ’ ασύρματα
μηνύματα που όλοι τ’ ακούνε
και όλοι τα σέβονται

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

H πλαστικότητα των Μορίων: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Καλοζώη / 2019 (απόσπασμα)

«…όχι λοιπον κάστρα αλλα οπες
πρέπει να είναι τα σπίτια-μας κι
οι διαμονες-μας
να χτυπουν το κουδούνι για επίσκεψη
οι κερατωμένες οχιες
να κρεμουν στα παράθυρα κουρτίνες
διάφανες οι πωλήτριες αράχνες
αγορασμένες απο τα καταστήματα με
τα είδη προικος και με δωρεαν
τοποθέτηση
όχι λοιπον κάστρα αλλα οπες
πρέπει να είναι τα σπίτια-μας κι οι
βεράντες-μας με τέντες ανοιχτες να
μη μας βλέπουν οι θηρευτες
ξαπλωμένους το ζεστο καλοκαίρι
γυμνους το μεσημέρι με το
χωμάτινο δόρυ πέος-μας και
με τις γυναίκες-μας δίπλα-μας τις
δορίκτητες…»
                                            Σελ. 36

***

«Καβάλησα διηπειρωτικους
πυραύλους μπήκα μέσα σε
κανόνια κι εκτοξεύτηκα
στη χώρα που λέγεται Μακρια
όσο γίνεται πιο μακρια
πάγωσα στη στρατόσφαιρα
ύστερα βούλιαξα μέσα στην
άπατη θάλασσα κι αυτο που
σας φαίνεται ακατανόητο
μπορει να κατανοηθει αργα
αργα
εξομοιώθηκα εξισώθηκα σχεδον
με την ανόργανη ύλη στην
προσπάθεια-μου να γίνω αρεστος
ο μόνος τρόπος να γίνεις αρεστος
σε κάποιους είναι να μηδενιστεις
να γίνεις πέτρα και χαλίκι και
χώμα και άμμος κι
αυτο δεν είναι πάντα αρκετο…»

                                         Σελ. 64

***

«…έπρεπε να δω τα πράγματα με την
πρώτη όραση την όραση του
βρέφους
κι έγινα ποιητης
πολλοι μέσα στα πλαίσια του
ωφελιμισμου με περιγέλασαν
σεισμογενη ήταν τα γέλια-τους
τρέχαν οι μύξες-τους απο τα
τρανταχτα αναφιλητα
νεκρους τους ονομάζω
που αποφάσισαν να πεθάνουν πριν
απο την ώρα-τους
όμως με τίμησαν με τη φιλία-τους
μισοκατεστραμμένοι απροσάρμοστοι
αλκοολικοι
όλοι όσοι φορούσαν το δέρμα-τους
ανάποδα ώστε να φαίνεται η φόδρα
όχι οι υπόλοιποι γυαλιστεροι
υιοθέτησα την κίνηση τύπου ακορντεον
με απαλες κινήσεις ελικοειδεις
έφτασα εις τα μέρη του
στη χώρα του απόλυτου γρίφου
εκείνος είχε κρεμάσει
για να στεγνώσουν πάνω σε σύρματα
τον οισοφάγο-του το στομάχι
τη σπλήνα το πάγκρεας τα έπλενε με
άφθονο νερο…»

                                               Σελ. 79

***

«…Στάθηκα απέναντί-του
προετοιμασμένος κι απέναντι
στη συμφιλίωση των ανθρώπων
με το αμετάκλητο τέλος
απείθαρχος
κρατούσα στα χέρια-μου
τον σμυριδοτροχο την τσάπα
όταν με έπιανε φαγούρα ξυνόμουν
με έναν κασμα
έκανα απολέπιση στο πρόσωπο με
το γυαλόχαρτο
χτένιζα τα μαλλια-μου με το
κλαδευτήρι
καθάριζα τ’ αυτια-μου με δύο
μπατονέτες σμίλες
που πουλούσαν οι τσιγγάνες κι
ήμουν πανέτοιμος κι είχα μάθει
απο τους προγόνους-μου πως
να γδέρνω τα γουνοφόρα για να
φτιάχνω τσάντες και παπούτσια
τα οφιοειδη…»

                                        Σελ. 44

Γιώργος Καλοζώης ( βιογραφία)

Ο Γιώργος Καλοζώης είναι Κύπριος φιλόλογος και ποιητής.


Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. 




Ποιητικές Συλλογές / έργα:
  • « Μεταμορφώσεις », Λευκωσία 1992, Β΄ Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
  • « Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου », Λευκωσία 1998
  • « Ο ανάποδος κόσμος », Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2000, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2000 Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
  • « Η μετατόπιση της γης », Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005
  • «Η κλίση του ρήματος», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2009, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2000 Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
  • « Το μάθημα της περίληψης», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2011
  • Τα νύχια του Κόκορα / Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2013
  • H πλαστικότητα των Μορίων/ 2019

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Τα νύχια του κόκορα: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Καλοζώη/ Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2013

Η ΑΜΟΙΒΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Ήταν ο ουρανός και η γη μου
 αυτή με έμαθε να καλλιεργώ το κριθάρι
 να μαντρώνω τα ζώα και την οργή μου
 εξαιτίας της έμαθα να δουλεύω την πέτρα κι αργότερα τον πηλό
 έφτιαξα γαλακτοδοχεία πίθους αγγεία με πλαστικά σχήματα για τελετουργίες
 για να την προστατέψω από τα άγρια ζώα
 τους άγριους ανθρώπους τα άγρια πνεύματα έφτιαξα τείχη
 σκεφτόμουν πάντα το μέλλον
 εκείνη μου είπε να συγκεντρωθώ στο παρόν στο μεγάλωμα των παιδιών
 κι ότι για τα υπόλοιπα υπάρχουν οι δεήσεις και οι προσευχές οι καθημερινές
 επείγουσες ασχολίες μεταθέτουν τέτοιου είδους ερωτήματα και φοβίες
 ήταν ο ουρανός μου αλλά μου είπε ότι η γη είναι σημαντικότερη
 ο ουρανός δεν παράγει τίποτα κι ότι ακόμη και τα πουλιά
 κατεβαίνουν στη γη για να φαν και να πιουν
 τότε της είπα για τους αστερισμούς που βοηθούν
 τους άντρες κυνηγούς να επιστρέψουν στα σπίτια τους
 μου είπε πως ο άνθρωπος έχει λαιμό για να μπορεί να σκύβει
 μαλώσαμε γιατί της είπα ότι ο άνθρωπος έχει λαιμό
 για να σηκώνει ψηλά το κεφάλι για να ανυψώνεται
 μου είπε πως γι’ αυτή τη δουλειά υπάρχουν οι ιερείς
 της είπα πως έτσι κατασκευάζεται η εξουσία
 ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και σε όσους δεν ξέρουν
 μου είπε να επωφεληθώ από το γυμνό της κορμί
 τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τα γόνατα
 πλούσια μαλλιά και οδοντοστοιχίες άσπρες μου θύμιζαν
 όταν πρωτοείδα τ’ αστραφτερά κόκαλα του βουβαλιού
 με έμαθε να οργώνω να λατρεύω την καρποφόρα γη
 σιγά σιγά εγκατέλειψα τα πολυήμερα ταξίδια
 είχα ό,τι έπρεπε να έχω μέσα στις αποθήκες μου
 έμαθα να ψήνω το κρέας
 έμαθα να μην πηγαίνω με όποια γυναίκα θέλω
 έγινα πολιτισμένος κι εντούτοις
 όταν δε με έβλεπε κοίταγα τον ουρανό
 γιατί καταγόμαστε από τα άστρα κι από τη λάμψη της αστραπής
 κι από κάτι ανείπωτο που όσο κι αν προσπαθήσεις
 είναι αμίλητο και άγραφο
 και δε φτάνουν για να το ορίσεις ούτε τα νιάτα
ούτε τα γεράματα
ούτε μια ολόκληρη γεμάτη ζωή

Η κλίση του ρήματος: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Καλοζώη / Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2009

ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΓΚΝΟΥ
Μνήμη Β.Ρ.
Ο θάνατος πέρασε το πρόσωπο
της μάνας της με αστάρι
η τρυφερή της κόρη δεν
είδε τίποτα
δεν ήθελε να βλέπει και
πίστευε πως θα μπορούσαν
χίλια άτομα αν προσεύχονταν
για τη μάνα της να την
κάνουν καλά
χίλια άτομα αν έβρισκε
κι είχε αρχίσει να ψάχνει
Δεύτερο χέρι κάτασπρης βαφής
πέρασε ο Ανέκφραστος τη μάνα της
και πάλι η κόρη δεν είδε τίποτα
μόνο που τώρα άρχισε
να μετρά αριθμούς από το
ένα μέχρι το εκατό
πολλές φορές την ημέρα
και να στοιχίζει τα παπούτσια
της το δεξί λίγο πιο
μπροστά από το αριστερό
όλα τα παπούτσια μέσα στο
σπίτι
κι ακόμη τα τρόφιμα
μες στα ντουλάπια της κουζίνας
τα βαζάκια με τις
μαρμελάδες και τα τουρσιά
τέλεια τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο
τίποτα να μην προεξέχει
τίποτα να μην περισσεύει απ’
τη ζωή
ρούχα βιβλία έπιπλα
ύψωνε στοίχιζε απολύμαινε
βερνίκι χλωρίνη και σαπούνι
οινόπνευμα μύριζε όλο το σπίτι
άδικος κόπος
καμιά τάξη καμιά του
κόσμου ετούτου καθαριότητα
καμιά της ζωής επιμέλεια
καμιά προσευχή δεν μπορεί
κανένα χάδι
να βοηθήσει το άρρωστο γκνου
που έρχεται από πολύ μακριά
ακολουθώντας τις οσμές των
προηγουμένων
αποκαμωμένο ισχνό
κολύμπησε το τελευταίο κολύμπι
σχεδόν παρασύρθηκε απ’ το μεγάλο
ποτάμι και τώρα μόλις που
στέκεται μέσα στην υδάτινη γούβα
καθώς η λασπωμένη όχθη γλιστρά
και δεν μπορεί να σκαρφαλώσει
δε θέλει πια να σκαρφαλώσει
βαριανασαίνει
με πρησμένη κοιλιά μέχρι
τα στήθη από ασκίτη
και ασιτία
μένει εκεί μετά από
τόσα χρόνια πάλης με
τα στοιχεία μετά από
τόσα χρόνια κούρασης με
γιατρούς και θαλάμους
με μια ζωή που ποτέ
δεν ήταν αυτή που ήθελε
με μια ζωή που όποια κι
αν ήταν θα ’θελε να ’ναι
μια άλλη να την αλλάξει
αλλά είναι αργά
πηχτές σκιές πλησιάζουν
ας πούμε οι ύαινες που ήταν
μέχρι πριν από λίγο αθέατες
σαν να ήταν πάντα εδώ
τριγύρω
σαν να μην έφυγαν ποτέ από δω
σαν να ήταν η φλόγα
της ενσωματωμένης ψυχής που
τις έδιωχνε
Πουθενά δεν μπορώ να δω πια
κάτι το ανθρώπινο
Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ
Άνεμοι υστερόβουλοι ήρθαν
και σκόρπισαν ένα ντοσιέ
γεμάτο χαρτιά το ιστορικό της
το ιστορικό της που υπήρχε
ανέκαθεν
όρμησε εναντίον της ο ξιφήρης
καρκίνος
σ’ αυτήν που ήταν ένα μαξιλάρι
γεμάτο πούπουλα χήνας
Άνεμοι τώρα πετούν και
στριμώχνουν μέσα στις λάσπες
εκείνο που εκείνη ήταν
ένα μαξιλάρι για ν’ ακουμπήσουν
το μάγουλο οι τέλεια απελπισμένοι
εκείνη τους τοποθετούσε σε ύπτια
θέση κι ύστερα τους κτέριζε
με γαρδένιες και σέπαλα
τους γιατροπόρευε με λάδι
σημύδας κι ευκαλύπτου τους
καλαφάτιζε τις ρωγμές τους κι
ύστερα σε μια λεκάνη προσομοίωση
του απέραντου κόσμου
τους έβαζε να πλεύσουν κι
ήταν προσεχτική μαζί τους
τα χέρια της με τα μανίκια
σηκωμένα πιο πάνω απ’ τους
αγκώνες καιροφυλακτούσαν
ήταν η γάστρα τους που την
ανησυχούσε η ίσαλος
τα ρωγμώδη πηδάλια
κι ακόμη το ασταθές φορτίο
μερόνυχτα βασανιζόταν
κι ωραία χαιρόταν απ’ τις
ανταποκρίσεις εκείνων που
επανορθωμένοι δειλά δειλά
ακουμπούσαν στο νερό
και πάγαιναν
οι πιο τολμητίες ή οραματιστές
εις τα μακρύτερα μέρη
εκεί που υπάρχουν οι κυνοκέφαλοι
κι οι άνθρωποι με τις χαίτες
και τις ουρές
φεγγάρια ανέβηκαν και κατέβηκαν
και κάποιοι απ’ αυτούς
χάθηκαν άλλοι
μεταμορφώθηκαν πάρωρα εις την
άγρια χαίνουσα ύλη
εκείνη προσπάθησε την πιο απίστευτη
προσπάθεια
εκείνη έκαμε ό,τι ήταν δυνατόν
ό,τι δεν είναι δυνατόν
δεν ανήκει στον άνθρωπο
αλλά σ’ ένα άλλο ον για το
οποίο πολλά μπορούν να ειπωθούν
και τίποτε απολύτως

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΕΣ / Καλοζώης Γιώργος


Όσο διαπραγματεύονται οι
διαπραγματευτές
όσο ασθμαίνουν τα τρένα
όσο κορυφώνονται τα αεροπλάνα
και χλιμιντρίζουν τα άλογα που
σέρνουν τα τροχήλατα κάρα
θα ψάχνω να βρω τη
μεγεθυσμένη με τον φακό τον
παιδικό την απώλεια
χίλιες γλώσσες με χίλια
διαφορετικά αλφάβητα
χίλιες λογοτεχνίες αδύνατον
να την προσδιορίσουν
είναι μόνο τα λεπτά που
χάνονται σκεπτόμουν
κατεβαίνοντας το μεγάλο ποτάμι;
Κι η ροή πού καταλήγει;
Κι η πηγή αφού δεν υπάρχει
μια αλλά πολλές ποιος μπορεί
να δει τον κόσμο στο σύνολο
να ενώσει τα χιλιάδες κομμάτια;
Ίσως ο μοναχός στο
σκοτεινό καθολικό που υπερίπταται
ελαφρά του εδάφους
δοξάζοντας το δοξασμένο
κι εντούτοις κλείνει το στόμα
μπροστά στο υπέροχα άλεκτο
κι ο άλλος που είδε να
γιατρεύεται προσκυνώντας γιατί να
αρνηθεί το νόμο της αιτιότητας
πιθανολογώντας τη σύμπτωση
αυτά συμβαίνουν ενώ κυλά
ο κόσμος κι οι κόσμοι
κι αυτός που παράγει
είναι θεατής σ’ έναν αγώνα
όπου αθλείται το μάταιο

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ / Καλοζώης Γιώργος


Παλιά ήμουν
στα κανόνια υπεύθυνος
για τις βολές και τις μπάλες
βυθίστηκαν πολλά καράβια
στους καιρούς μου κατάρτια
έσπαγαν ωσάν κλαράκια
άνθρωποι έκρωζαν από τον
πόνο
πολέμησα για κάτι παραπάνω
από τον πόλεμο και την ιδέα
του πολέμου για κάτι πιο
αφηρημένο κι από τα
αφηρημένα ουσιαστικά
πολέμησα για τη χίμαιρα
την ουτοπία πάντα βλέποντας
μέσα από το μονοκυάλι τη
γη των Μακάρων να πλησιάζει
και πάντα να απομακρύνεται
Έφτασα πιο πέρα από τις
στήλες του Ηρακλή και
ποτέ δεν τα κατάφερα να
γίνω κάτι άλλο από αυτό
που ήμουν όπως δεν μπορεί
να περπατήσει ή να ντυθεί
το πιο επιδέξιο ψάρι
ανακάτεψα τους ωκεανούς
ανακάτεψα τα στομάχια των
συντρόφων μου ανεβαίνοντας
και κατεβαίνοντας τους
αφρούς των κυμάτων
τους αφρούς του στόματός μου
πολέμησα και με τα τέρατα
–κι αποδείχτηκα τερατώδης–
το καλαμάρι και το χταπόδι
και τη σουπιά το ένα τους
χιλιοστό το βλέπετε πάνω
στο τραπέζι σας καθώς τρώτε
και κάθε μάχη είχε για τέλος
της την αρχή μιας άλλης
και δεν κουράστηκα όπως
είθισται οι βροτοί
Παλιά ήμασταν λες
χυμένοι μέσα σε ειδικά
καλούπια καμωμένοι από
χαλκό και από ορείχαλκο
ξέραμε τα μέταλλα και τις
ιδιότητές τους
σκληροί σχεδόν όσο κι αυτά
Παλιά ήμουν στις μπάλες
και στα κανόνια
κραδαίναμε πάλες χαντζάρες
ματσέτες και αρκεβούζια
μαχαίρια ακόνισαν φωνητικές
χορδές
μαχαίρια χάραξαν ανεξίτηλα
τατουάζ
τόσο αντιστέκεται η σάρκα
στο μαχαίρι όσο και το
αφράτο ψωμί
όλα τα κάναμε όμως δε
φάγαμε τους εχθρούς μας
όχι γιατί ξέραμε την ασθένεια
μπέρι μπέρι
αλλά επειδή μέσα στο νου μας
και τη θολούρα του νομίζαμε
πως ανοίγαμε τον φεγγίτη
ενός άλλου καλύτερου κόσμου
Τώρα σχεδόν ξεμπέρδεψα
με καθετί το ανθρώπινο
εμπρός μου απλώνονται
τα λαγκάδια των γηρατειών
τα ήσυχα χωριά και οι φάρμες
και πάλι όμως ο πόλεμος
για τη χάραξη των ορίων
κι η βουλιμία για προσωπική
ιδιοκτησία πάντα παρούσα
κι οι ναοί
με τις ψαλμωδίες που ζητούν
κάτι πιο πνευματικό αλλά δεν
το διαθέτει ο άνθρωπος
Θα αυξηθούν στο μέλλον
οι ναοί και οι δοσοληψίες
κάποιοι θα θέλουν να δώσουν
και κάποιοι να πάρουν
διάλεξε από τώρα τους φίλους
σου
με ποιους θα συμπαραταχτείς
δε θα υπάρχουν στο μέλλον
φράχτες ανοιχτοί όπου ήσυχα
θα κοιμούνται και θα τρων
τα μεγάλα διλήμματα
διάλεξε από τώρα από ποια
πλευρά του κανονιού θα είσαι
και μάθε να μην αναβάλλεις
κι από τις δυο μεριές
ωσάν παλιά φωτογραφία
απεικονίζεται το ζεύγος
ο εξευτελισμός από τη μια
και δίπλα του η αναλγησία
Παλιά ήμουν στα κανόνια
τώρα κάνω άλλα πράγματα
σε λίγο θα βράσω τα χόρτα
και τις πατάτες θα τα
σερβίρω σε μεγάλες γαβάθες
με λάδι αλάτι θαλασσινό
και με ψιλοκομμένο
μαϊντανό
Το παρελθόν μου όπως το
έγραψα
δε θα το ζήσω ξανά

η κολυμβήθρα / Καλοζώης Γιώργος

Άνεμοι υστερόβουλοι ήρθαν
και σκόρπισαν ένα ντοσιέ
γεμάτο χαρτιά το ιστορικό της
το ιστορικό της που υπήρχε
ανέκαθεν
όρμησε εναντίον της ο ξιφήρης
καρκίνος
σ’ αυτήν που ήταν ένα μαξιλάρι
γεμάτο πούπουλα χήνας
Άνεμοι τώρα πετούν και
στριμώχνουν μέσα στις λάσπες
εκείνο που εκείνη ήταν
ένα μαξιλάρι για ν’ ακουμπήσουν
το μάγουλο οι τέλεια απελπισμένοι
εκείνη τους τοποθετούσε σε ύπτια
θέση κι ύστερα τους κτέριζε
με γαρδένιες και σέπαλα
τους γιατροπόρευε με λάδι
σημύδας κι ευκαλύπτου τους
καλαφάτιζε τις ρωγμές τους κι
ύστερα σε μια λεκάνη προσομοίωση
του απέραντου κόσμου
τους έβαζε να πλεύσουν κι
ήταν προσεχτική μαζί τους
τα χέρια της με τα μανίκια
σηκωμένα πιο πάνω απ’ τους
αγκώνες καιροφυλακτούσαν
ήταν η γάστρα τους που την
ανησυχούσε η ίσαλος
τα ρωγμώδη πηδάλια
κι ακόμη το ασταθές φορτίο
μερόνυχτα βασανιζόταν
κι ωραία χαιρόταν απ’ τις
ανταποκρίσεις εκείνων που
επανορθωμένοι δειλά δειλά
ακουμπούσαν στο νερό
και πάγαιναν
οι πιο τολμητίες ή οραματιστές
εις τα μακρύτερα μέρη
εκεί που υπάρχουν οι κυνοκέφαλοι
κι οι άνθρωποι με τις χαίτες
και τις ουρές
φεγγάρια ανέβηκαν και κατέβηκαν
και κάποιοι απ’ αυτούς
χάθηκαν άλλοι
μεταμορφώθηκαν πάρωρα εις την
άγρια χαίνουσα ύλη
εκείνη προσπάθησε την πιο απίστευτη
προσπάθεια
εκείνη έκαμε ό,τι ήταν δυνατόν
ό,τι δεν είναι δυνατόν
δεν ανήκει στον άνθρωπο
αλλά σ’ ένα άλλο ον για το
οποίο πολλά μπορούν να ειπωθούν
και τίποτε απολύτως

Το άρρωστο Γκνου / Καλοζώης Γιώργος

Μνήμη Β.Ρ.
 
Ο θάνατος πέρασε το πρόσωπο
της μάνας της με αστάρι
η τρυφερή της κόρη δεν
είδε τίποτα
δεν ήθελε να βλέπει και
πίστευε πως θα μπορούσαν
χίλια άτομα αν προσεύχονταν
για τη μάνα της να την
κάνουν καλά
χίλια άτομα αν έβρισκε
κι είχε αρχίσει να ψάχνει
Δεύτερο χέρι κάτασπρης βαφής
πέρασε ο Ανέκφραστος τη μάνα της
και πάλι η κόρη δεν είδε τίποτα
μόνο που τώρα άρχισε
να μετρά αριθμούς από το
ένα μέχρι το εκατό
πολλές φορές την ημέρα
και να στοιχίζει τα παπούτσια
της το δεξί λίγο πιο
μπροστά από το αριστερό
όλα τα παπούτσια μέσα στο
σπίτι
κι ακόμη τα τρόφιμα
μες στα ντουλάπια της κουζίνας
τα βαζάκια με τις
μαρμελάδες και τα τουρσιά
τέλεια τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο
τίποτα να μην προεξέχει
τίποτα να μην περισσεύει απ’
τη ζωή
ρούχα βιβλία έπιπλα
ύψωνε στοίχιζε απολύμαινε
βερνίκι χλωρίνη και σαπούνι
οινόπνευμα μύριζε όλο το σπίτι
άδικος κόπος
καμιά τάξη καμιά του
κόσμου ετούτου καθαριότητα
καμιά της ζωής επιμέλεια
καμιά προσευχή δεν μπορεί
κανένα χάδι
να βοηθήσει το άρρωστο γκνου
που έρχεται από πολύ μακριά
ακολουθώντας τις οσμές των
προηγουμένων
αποκαμωμένο ισχνό
κολύμπησε το τελευταίο κολύμπι
σχεδόν παρασύρθηκε απ’ το μεγάλο
ποτάμι και τώρα μόλις που
στέκεται μέσα στην υδάτινη γούβα
καθώς η λασπωμένη όχθη γλιστρά
και δεν μπορεί να σκαρφαλώσει
δε θέλει πια να σκαρφαλώσει
βαριανασαίνει
με πρησμένη κοιλιά μέχρι
τα στήθη από ασκίτη
και ασιτία
μένει εκεί μετά από
τόσα χρόνια πάλης με
τα στοιχεία μετά από
τόσα χρόνια κούρασης με
γιατρούς και θαλάμους
με μια ζωή που ποτέ
δεν ήταν αυτή που ήθελε
με μια ζωή που όποια κι
αν ήταν θα ’θελε να ’ναι
μια άλλη να την αλλάξει
αλλά είναι αργά
πηχτές σκιές πλησιάζουν
ας πούμε οι ύαινες που ήταν
μέχρι πριν από λίγο αθέατες
σαν να ήταν πάντα εδώ
τριγύρω
σαν να μην έφυγαν ποτέ από δω
σαν να ήταν η φλόγα
της ενσωματωμένης ψυχής που
τις έδιωχνε

Πουθενά δεν μπορώ να δω πια
κάτι το ανθρώπινο

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Πλατεία Τζέμα ελ - Φνα / Καλοζώης Γιώργος

Τούτη η πλατεία
σε λίγο θα γεμίσει
παραμυθάδες που αφηγούνται
με το στόμα και με το σώμα
ιστορίες για το πώς
πλάστηκε ο άνθρωπος
πώς ήταν και πώς ζούσε
πριν του δοθεί η χάρη της ομιλίας
τότε που το σώμα του δεν
είχε αποκτήσει συνοχή κι
ενωνόταν με τα πράγματα γύρω
του κι ακόμα
σε λίγο θα φτάσουν οι
μάγοι που σαγηνεύουν πριν
απ’ όλους τον εαυτό τους
που δένουν τους αγέρηδες
όπως τα τουρμπάνια και τους
ελέγχουν
ύστερα είναι οι άλλοι που
λένε την τύχη διαβάζοντας τα χέρια
τις οροσειρές και τα ποτάμια
που κυλούν χωρίς νερό μες στις
παλάμες
μην αμελήσεις να τους πληρώσεις
καλά
για να πουν μονάχα τα ευχάριστα
και τα καλά
για να σου πουν πως η ζωή σου
θα περάσει πίνοντας τσάι με μέντα
καπνίζοντας καπνό με γεύση μήλου
μέσα σε ναργιλέ
τίποτα άλλο γιατί τα βάσανά σου
τα γνωρίζεις
και προπαντός
μη μιλάς άλλο για το
γιαπί του εαυτού σου
σκέψου πως είσαι ένα
ανακαινισμένο ριάντ
με κήπο στην αυλή την εσωτερική
κι ένα μικρό σιντριβάνι
μες στο οποίο επιπλέουν
πέταλα ρόδων και τίποτα
παραπάνω
κι ότι έρχεσαι εδώ εκούσια
από μια άλλη χώρα
χαμένος μέσα στους λαβύρινθους
της πιο παλιάς μεντίνας
είχες προσλάβει οδηγό
αλλά ο οδηγός έτρεχε
είχες προσλάβει και δεύτερο οδηγό
αλλά ο οδηγός σου κουράστηκε
έβγαζες φωτογραφίες για να θυμάσαι
όχι πού πήγες
αλλά κυρίως ποιος είσαι
αλλά καμιά φωτογραφία αργότερα
δεν εμφανίστηκε
ούτε τα μπλε κεραμικά έφτασαν στην
πατρίδα σου σώα
ούτε το χαλί που ζήταγες
γυρίζοντας όλο τον κόσμο δε βρήκες
παρότι πήγες σ’ όλες τις διευθύνσεις
να βρεις το μαγικό χαλί το ιπτάμενο
γιατί δεν ήσουν αρκετά αγνός
και στη μεντρέσα δεν ήσουν καλός
μαθητής
πλενόσουν αδιάκοπα πλενόσουν
αλλά η ακαθαρσία δεν έφευγε
η αλαζονεία η κακία των άλλων
ήταν πάνω σου συνεχώς
κι όταν ξέβαφε η
χένα ζωγράφιζες άλλη με τα
ίδια νοσηρά μοτίβα
και υλικά

η λήθη / Καλοζώης Γιώργος



Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες


Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ’ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ / Καλοζώης Γιώργος


Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ / Καλοζώης Γιώργος


Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΑΛΟΓΑ / Καλοζώης Γιώργος


Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα


Ο ανάποδος κόσμος, Γαβριηλίδης 2000