«…όχι λοιπον κάστρα αλλα οπες
πρέπει να είναι τα σπίτια-μας κι
οι διαμονες-μας
να χτυπουν το κουδούνι για επίσκεψη
οι κερατωμένες οχιες
να κρεμουν στα παράθυρα κουρτίνες
διάφανες οι πωλήτριες αράχνες
αγορασμένες απο τα καταστήματα με
τα είδη προικος και με δωρεαν
τοποθέτηση
όχι λοιπον κάστρα αλλα οπες
πρέπει να είναι τα σπίτια-μας κι οι
βεράντες-μας με τέντες ανοιχτες να
μη μας βλέπουν οι θηρευτες
ξαπλωμένους το ζεστο καλοκαίρι
γυμνους το μεσημέρι με το
χωμάτινο δόρυ πέος-μας και
με τις γυναίκες-μας δίπλα-μας τις
δορίκτητες…»
Σελ. 36
***
«Καβάλησα διηπειρωτικους
πυραύλους μπήκα μέσα σε
κανόνια κι εκτοξεύτηκα
στη χώρα που λέγεται Μακρια
όσο γίνεται πιο μακρια
πάγωσα στη στρατόσφαιρα
ύστερα βούλιαξα μέσα στην
άπατη θάλασσα κι αυτο που
σας φαίνεται ακατανόητο
μπορει να κατανοηθει αργα
αργα
εξομοιώθηκα εξισώθηκα σχεδον
με την ανόργανη ύλη στην
προσπάθεια-μου να γίνω αρεστος
ο μόνος τρόπος να γίνεις αρεστος
σε κάποιους είναι να μηδενιστεις
να γίνεις πέτρα και χαλίκι και
χώμα και άμμος κι
αυτο δεν είναι πάντα αρκετο…»
Σελ. 64
***
«…έπρεπε να δω τα πράγματα με την
πρώτη όραση την όραση του
βρέφους
κι έγινα ποιητης
πολλοι μέσα στα πλαίσια του
ωφελιμισμου με περιγέλασαν
σεισμογενη ήταν τα γέλια-τους
τρέχαν οι μύξες-τους απο τα
τρανταχτα αναφιλητα
νεκρους τους ονομάζω
που αποφάσισαν να πεθάνουν πριν
απο την ώρα-τους
όμως με τίμησαν με τη φιλία-τους
μισοκατεστραμμένοι απροσάρμοστοι
αλκοολικοι
όλοι όσοι φορούσαν το δέρμα-τους
ανάποδα ώστε να φαίνεται η φόδρα
όχι οι υπόλοιποι γυαλιστεροι
υιοθέτησα την κίνηση τύπου ακορντεον
με απαλες κινήσεις ελικοειδεις
έφτασα εις τα μέρη του
στη χώρα του απόλυτου γρίφου
εκείνος είχε κρεμάσει
για να στεγνώσουν πάνω σε σύρματα
τον οισοφάγο-του το στομάχι
τη σπλήνα το πάγκρεας τα έπλενε με
άφθονο νερο…»
Σελ. 79
***
«…Στάθηκα απέναντί-του
προετοιμασμένος κι απέναντι
στη συμφιλίωση των ανθρώπων
με το αμετάκλητο τέλος
απείθαρχος
κρατούσα στα χέρια-μου
τον σμυριδοτροχο την τσάπα
όταν με έπιανε φαγούρα ξυνόμουν
με έναν κασμα
έκανα απολέπιση στο πρόσωπο με
το γυαλόχαρτο
χτένιζα τα μαλλια-μου με το
κλαδευτήρι
καθάριζα τ’ αυτια-μου με δύο
μπατονέτες σμίλες
που πουλούσαν οι τσιγγάνες κι
ήμουν πανέτοιμος κι είχα μάθει
απο τους προγόνους-μου πως
να γδέρνω τα γουνοφόρα για να
φτιάχνω τσάντες και παπούτσια
τα οφιοειδη…»
Σελ. 44