Μνήμη Β.Ρ.
Ο θάνατος πέρασε το πρόσωπο
της μάνας της με αστάρι
η τρυφερή της κόρη δεν
είδε τίποτα
δεν ήθελε να βλέπει και
πίστευε πως θα μπορούσαν
χίλια άτομα αν προσεύχονταν
για τη μάνα της να την
κάνουν καλά
χίλια άτομα αν έβρισκε
κι είχε αρχίσει να ψάχνει
Δεύτερο χέρι κάτασπρης βαφής
πέρασε ο Ανέκφραστος τη μάνα της
και πάλι η κόρη δεν είδε τίποτα
μόνο που τώρα άρχισε
να μετρά αριθμούς από το
ένα μέχρι το εκατό
πολλές φορές την ημέρα
και να στοιχίζει τα παπούτσια
της το δεξί λίγο πιο
μπροστά από το αριστερό
όλα τα παπούτσια μέσα στο
σπίτι
κι ακόμη τα τρόφιμα
μες στα ντουλάπια της κουζίνας
τα βαζάκια με τις
μαρμελάδες και τα τουρσιά
τέλεια τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο
τίποτα να μην προεξέχει
τίποτα να μην περισσεύει απ’
τη ζωή
ρούχα βιβλία έπιπλα
ύψωνε στοίχιζε απολύμαινε
βερνίκι χλωρίνη και σαπούνι
οινόπνευμα μύριζε όλο το σπίτι
άδικος κόπος
καμιά τάξη καμιά του
κόσμου ετούτου καθαριότητα
καμιά της ζωής επιμέλεια
καμιά προσευχή δεν μπορεί
κανένα χάδι
να βοηθήσει το άρρωστο γκνου
που έρχεται από πολύ μακριά
ακολουθώντας τις οσμές των
προηγουμένων
αποκαμωμένο ισχνό
κολύμπησε το τελευταίο κολύμπι
σχεδόν παρασύρθηκε απ’ το μεγάλο
ποτάμι και τώρα μόλις που
στέκεται μέσα στην υδάτινη γούβα
καθώς η λασπωμένη όχθη γλιστρά
και δεν μπορεί να σκαρφαλώσει
δε θέλει πια να σκαρφαλώσει
βαριανασαίνει
με πρησμένη κοιλιά μέχρι
τα στήθη από ασκίτη
και ασιτία
μένει εκεί μετά από
τόσα χρόνια πάλης με
τα στοιχεία μετά από
τόσα χρόνια κούρασης με
γιατρούς και θαλάμους
με μια ζωή που ποτέ
δεν ήταν αυτή που ήθελε
με μια ζωή που όποια κι
αν ήταν θα ’θελε να ’ναι
μια άλλη να την αλλάξει
αλλά είναι αργά
πηχτές σκιές πλησιάζουν
ας πούμε οι ύαινες που ήταν
μέχρι πριν από λίγο αθέατες
σαν να ήταν πάντα εδώ
τριγύρω
σαν να μην έφυγαν ποτέ από δω
σαν να ήταν η φλόγα
της ενσωματωμένης ψυχής που
τις έδιωχνε
Πουθενά δεν μπορώ να δω πια
κάτι το ανθρώπινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου