Ευτυχία
Σύμφωνα με τους δείχτες της οικονομίας
ήταν σε καλή θέση
Παράθυρο με θέα
Κοντά στη θάλασσα
Για να ’χουν διέξοδο τα ρέοντα
των τραυμάτων λάφυρα
Γι’ αυτό
κάθε που ξημέρωνε
κοκκίνιζαν τα νερά
και κάθε που βράδιαζε επίσης
Στριμώχνονταν οι λέξεις της
στη σφιγμένη σιαγόνα
όπως οι πρόσφυγες στην προκυμαία
Σύμφωνα με τις στατιστικές
θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη.
*
Εσωτερική πορεία
Αργά αργά η απόγνωση
διέσχιζε τον ουρανίσκο
Κατέβαινε ως τα σπλάχνα της
Με μπισκοτάκια βουτύρου αμφιβολίας
γλύκαινε το πικρό πέρασμα
Το έκανε να μοιάζει υποφερτό
Με ένα «μήπως δεν κατάλαβα καλά;»
μπορούσε τελικά να πιει όλη την απόγνωση
Ως τον πάτο
`
*
Ανοιχτοί λογαριασμοί
Ήθελε να έγραφε
ένα ποίημα αιχμηρό
Να διαπερνά τις συνειδήσεις
σε ακριβή ψευδαίσθηση
θωρακισμένες
Ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό
Όπως της μάνας της
εκείνο το πρωινό
Να διαρρήξει τα τύμπανα των ανυποψίαστων
Να σπάσει τους καθρέφτες
Ήθελε να φτιάξει μια σάρισα λέξεις
για τραύμα διαμπερές στο πλευρό των υπαιτίων.
Τη βλέπω συχνά
Έχει τις έγνοιες της
Τις λίστες των υπεραγορών
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια πριν
Έχει το σπίτι της
Λουλούδια στο μπαλκόνι
κι ένα βουνό απέναντι
Διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια τώρα.
*
Κουρελού
Πίσω κοιτάς
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Πάνω της ξαπλώνεις
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις
Έκτισαν- κομπάζεις- τον εαυτό σου
Κι ύστερα
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι
«Λες να είναι εφικτό;»
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες τ
ο ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα»
Με πόση σιγουριά το αγνόησες
για να επιδοθείς στη συρραφή νεκρών παρόντων
που έγιναν μνήμες
ή επερχόμενων στιγμών
αμφιβόλου υπόστασης
απουσιάζοντας ουσιαστικά
από τον ενεστώτα σου
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου
Το σάβανο εν τέλει
μιας ζωής που δεν έζησες`
*
Λίλιθ
Ο μηρός
το αρχέγονο κύτταρο του πρωτόπλαστου
Ο κόκκυγάς μου
στρογγυλός
Και η φύση μου πεντασπόνδυλος
Ο λοβός του αυτιού μου μεγάλος
Ο θύμος αδένας μου λειτουργεί –ευτυχώς– ακόμα
Η μύγα της Μεσογείου
ίσως είναι ο προπομπός
της αναπηρίας της Παναγίας
Κι η θεών καθέδρα
σημείο φωτοχυσίας
σε κάποιον του σύμπαντος οργασμό
Η γεωφυσική περίμετρος
το χωροχρονικό προαύλιο μιας –ποιας–
αυτογνωσίας
Απολλώνιε Τυανέα ή Ιησού,
Γλυκιά μου Λίλιθ
Όταν το πρόσωπό σου φανεί
η ξύλινη Αφροδίτη
θα ντυθεί τις μεταξωτές νίκες των ανθρώπων.
*
Χειμερινή παραλία
Ο ήλιος
ένα κέρμα, κορώνα ή γράμματα
στα φορτωμένα σύννεφα
Ο ήλιος
ασημένια κοιλιά ψαριού
σε μαύρο ουρανό
Κι η θάλασσα
μια γκρίζα γάτα
που ανασαίνει
στο σαλόνι
«Σαν φοβηθείς
Πίσω μην κοιτάξεις
Η νοσταλγία
Θα σου βγάλει τα μάτια
Και θα σου φορέσει
Τα δικά της»,
Σού ’παν τα κύματα
εκείνο το πρωί.
`
*
Πηνελόπη
Η Πηνελόπη χόρευε συνήθως ως τα ξημερώματα
Τα έντυπα εξέτασης των μνηστήρων
χάθηκαν.
Η Πηνελόπη χόρευε και έραβε και ξήλωνε
και κρυφογελούσε.
Ερωτευόταν ενίοτε τους πιο νάρκισσους
μόνο για έναν χορό.
Το πρωί τους έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
Κι αυτοί
Όλο γυρόφερναν στην αυλή της
ποτίζοντας επιμελώς
τη φιλαρέσκειά της.
Ο Οδυσσέας
δεν υπήρξε στ’ αλήθεια.
Η Πηνελόπη
ήταν πιστή
μόνο στην προσμονή.
`
*
Κυπαρίσσι
Αλλού σε γύρευα ζωή
μα εσύ είχες κρυφτεί πίσω από το κυπαρίσσι
Δήθεν φοβόσουν τους ανέμους
Ήταν ριζωμένο αποκούμπι ο κορμός
Ύστερα σού ’φταιγε το φως
κι έψαχνες ίσκιους ψηλόλιγνους
για υπαρξιακές συζητήσεις καμωμένους
Έξω οι κάμποι σου έγνεφαν
Στάχυα οι χαρές, χαμόγελα
Άλλαζαν σχήμα οι ορίζοντες
Σου φάνηκε πιο σίγουρο το κυπαρίσσι.
*
Ακαριαίως
Η φωνή σου βγήκε
Πυρωμένη γραμμή
το πρώτο χάραμα
Μια μικρή ρωγμή
Και φως.
Ήθελες κάτι να πεις.
Μια συλλαβή μετέωρη
Σκοτάδι.
Λες κι από κάποιο παράξενο
πέταγμα πουλιού
η γη έκανε ένα βήμα πίσω
Σκοτάδι την αυγή.
Τέντωσα τ’ αυτιά μου
Τα μάτια μου
Το σώμα μου ολόκληρο
Ν’ αρπάξω τις λέξεις σου
να μη χαθούν.
Ήθελες κάτι να πεις
ακόμα
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι συχνά.
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα σου
Ξεχειλίζουν τριαντάφυλλα