ΛΙΜΑΝΙΑ
Στα πελάγη
και στις θάλασσες μου 'λεγες,
θυμάμαι
«όταν θα 'χουμε νετάρει
καπετάνιε μου»
Μεσάνυχτα.
Νέκρωσε πάλι το καράβι.
Σαγήνη στην οργιασμένη μου ψυχή.
Μα γιατί να μοιάζουν, έτσι τα λιμάνια δηλαδή;
ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ
Σ' αυτή τη θάλασσα
δεν υπάρχει ήλιος
δεν υπάρχει φως
δεν υπάρχει ορίζοντας
δεν υπάρχει ουρανός.
Σ' αυτή τη θάλασσα
υπάρχει μόνο ο άνεμος
και τ' άγρια κύματα,
συννεφιά
και βαρύ σκοτάδι.
Σ' αυτή τη θάλασσα
υπάρχουμε εμείς
οι ναυτικοί!!!
ΓΙΑ ΠΑΛΙΟΣΙΔΕΡΑ
Απ' τα πελάη έρχεται
και για το μώλο πάει,
θλιμμένο.
«Γέρικο, γκρίζο κάραβο,
γιατί έχεις βλέμμα μάκρο
και αδειανό;
κομοδέσιο ρυτιδιασμένο
και χλωμό;»
«Εκεί στο διαλυτήριο μου δίνουνε
τριάντα χρόνια ευχαριστώ».
Κι' αλλάζοντας την τελευταία του πορεία
πλέει γι' αυτό,
κλαίει γι' αυτό.
ΣΚΟΤΑΔΙ
Σκουριασμένα καράβια μέσα σε αφιλόξενες
θάλασσες με σκυφτούς ανθρώπους μέσα,
που 'χουνε πονεμένες ψυχές, ξεχασμένες.
Και ο ουρανός,
μουντός κι' αυτός,
θειάφι να ρίχνει, αντί βροχή,
θέλοντας να τα κάψει όλα,
να τα κάνει στάχτη.
Θεέ μου,
πόση καταχνιά και βαρύ σκοτάδι υπάρχει στο
φωτεινό μας κόσμο.
ΣΤ' ΑΠΑΝΕΜΑ
Στο κενό που άφησε
η αγάπη η άπιαστη,
καταφύγιο σου η θάλασσα
που άνεμος τρεμουλιάζει
πάνω της,
συντροφιά σου
τα ψαροπούλια και τα απόνερα,
το πνιχτό βουητό της.
Πονεμένες ματιές
στα κάτωχρα πρόσωπα
τα ρυτιδιασμένα.
Η τσιμινιέρα
με την αλλόκοτη ομορφιά
στ' απάνεμα
να σε περιμένει.