Γεώργιος Ταννούσης (Καμηλάρης)
Πέτρα μου όμορφο χωριό
Στο πράσινο χωσμένη
Εν ούλλον ελαιόδεντρα
Πόν δενδροφυτεμένη
Η εκκλησιά τού Xρυσοσώτηρος
Πού την κρατούσην άλλοι
Ούτε αγία τράπεζα έμεινε
Μα ούτε τζαι μανάλι
Ας ωψοντε πού τάκαμαν
Πού ήταν η αιτία
Πού τον θεό να δικαστούν
Να έχουν τιμωρία
Θυμούμε τά παλιά
Τα χρόνια που περάσαν
Όλοι παλιοί εφυγανε
Οι νέοι εγεράσαν
Αν πούμε για την Πετρα μας
Ήτουν κεφαλοχώρι
Οι ξένοι εφουμίζαν την
Ήταν αρχοντοχώρι
Οι κάτοικοι της αψευτοι
Γλύωροι, προκομμένοι
Δεν δέχονταν στο εμπόριο να είναι γελασμένοι
Ο ξένος πού ταν τίμιος
Είχε συνεργασία
Εδιούσαν του κι έτρωε
Είχεν την ευλογία
Πως να μην την θυμηθώ
Και πώς να μη δακρύσω
Όταν περνώ πού τον Ατσά
Στέκομαι εκεί ψηλά
Για να την αντικρύσω
Η ελπίδα μας δεν χάνεται
Ούτε και σταματούμε
Πάντα θα επιμένουμε
Πώς πρέπει να στραφούμε
Γιατί η γη ανήκει τους
Τζιοίνους πού την εζήσαν
Με αίμαν ιδρώτα και νερό
Τζιοίνοι την εποτήσαν
Στο πράσινο χωσμένη
Εν ούλλον ελαιόδεντρα
Πόν δενδροφυτεμένη
Η εκκλησιά τού Xρυσοσώτηρος
Πού την κρατούσην άλλοι
Ούτε αγία τράπεζα έμεινε
Μα ούτε τζαι μανάλι
Ας ωψοντε πού τάκαμαν
Πού ήταν η αιτία
Πού τον θεό να δικαστούν
Να έχουν τιμωρία
Θυμούμε τά παλιά
Τα χρόνια που περάσαν
Όλοι παλιοί εφυγανε
Οι νέοι εγεράσαν
Αν πούμε για την Πετρα μας
Ήτουν κεφαλοχώρι
Οι ξένοι εφουμίζαν την
Ήταν αρχοντοχώρι
Οι κάτοικοι της αψευτοι
Γλύωροι, προκομμένοι
Δεν δέχονταν στο εμπόριο να είναι γελασμένοι
Ο ξένος πού ταν τίμιος
Είχε συνεργασία
Εδιούσαν του κι έτρωε
Είχεν την ευλογία
Πως να μην την θυμηθώ
Και πώς να μη δακρύσω
Όταν περνώ πού τον Ατσά
Στέκομαι εκεί ψηλά
Για να την αντικρύσω
Η ελπίδα μας δεν χάνεται
Ούτε και σταματούμε
Πάντα θα επιμένουμε
Πώς πρέπει να στραφούμε
Γιατί η γη ανήκει τους
Τζιοίνους πού την εζήσαν
Με αίμαν ιδρώτα και νερό
Τζιοίνοι την εποτήσαν