(Γράμμα πατέρα προς τον Γιον του)
Άμαν γεράσω γιόκκα μου
να με αναορέψεις
πέμπω σου τούντο μήνυμα
εμέναν μες σε ίδρυμα
ποττέ να μεν με πέψεις
Τα λογικά του ο γονιός
μπορεί τζιαι να τα χάσει
εγιώ 'μουν το γιοφύρι σου
μεν πλώσεις πας τον τζιύρην σου
σιέριν άμαν γεράσει
Αν τρέμουσιν τα σιέρκα μου
ποττέ να μεν φωνάζεις
τα ρούχα άμαν μου φορείς
το διν σου πον 'ννα με θωρείς
να μεν το κατσουφκιάζεις
Ως τα πεντέξι σ' έλουννα
τζι' έκαμνες μου γινάτιν
η μάνα σου ήταν σωστή
μα 'μεινεν γρόνια άρρωστή
μέσα σ' έναν κρεβάτιν
Όποτε ξυλοΐζουμε
μεν μου καραμουτσιάζεις
ούτε να με ειρωνευτείς
ποιος σου 'μαθεν να το σκεφτείς
τζι εσένα να θκιεβάζεις
Τον νουν σου πίσω έπαρτον
που 'σουν μωρόν ακόμα
για λλία μερωκάματα
έφευκα τα χαράματα
τζι' έρκουμουν νύχταν πτώμα
Είχα σε μες τ' αγκάλια μου
για να σε ναννουρίσω
τζιαι κάποτε ως το πρωΐ
τζι' εν μου εμείνισκεν πνοή
δουλειάν να πάω πίσω
Τζι αν κόψω άρρωστος πολλά
τζιαι σου για μεν ξενύχτα
ή έπαρμε τζιαι στον γιατρόν
εσένα στον παιδίατρόν
έπερνα σε τζιαι νύχτα(ν)
Τζιαι πον θα σώννουν να πατούν
τα πόθκια τα δικά μου
έμπα ποκούμπιν του καμού
γίνου για μέναν γιόκκα μου
εσού η βασταρκά μου...