Έφκαλα την
απόφαση, τζιαι πία στο χωρκό μου,
σαράντα χρόνια
εν εια, το σπίτι το δικό μου.
Στην πόρταν
όταν έφτασα, εθέλαν να 'χω πάσο,
να δουν, τζιαι
αν το εγκρίνουσην, ποτζιεί για να περάσω.
Την πόρταν
όταν άνοιξαν, επία στο ταμείο,
να πιάσουν το
δεκάλιρο, τζιαι που τζιαμέ να φύω.
Πρέπει να
αλλάξεις την καρκιάν, προτού ρέξεις τα ττέλια,
γυρίζουν
κλάματα εφτείς, αντίς που ήσιες γέλια.
Που πάτησα τα
χώματα, ήτανε λυπημένα,
που ήταν υπό
κατοχή, τζιαι ήταν δυστυχισμένα.
Που έφτασα εις
το χωρκό, εν ούλλα χαλασμένα,
Που μου 'γιναν
αγνώριστα, όπως πολλούς τζιαι ΄μένα.
Άμαν να πάεις
τζιαι να δεις, τες λεηλασίες,
τες εκκλησιές,
κάμουν τζαμιά, τζιαιν ούλλο γεριμίες.
Άμαν να πάεις
τζιαι να δεις, με τα δικά σου μάθκια,
εφτείς ραγίζει
η καρκιά, τζιαι γίνεται κομμάθκια.
Καλλύττερα να
μεν πάεις, μόνο να τα θυμάσαι,
όπως τα έφυκες
που πριν, την νύχτα που
τζιημάσαι.
Να τα θωρείς
στον ύπνο σου, να μεν τα
λησμονήσεις