Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νατζαριάν Νόρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νατζαριάν Νόρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Μια Νύχτα στην Αμαθούντα

Νόρα Νατζαριάν

Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.

Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.

Πυγμαλίωνα, είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.

‘Ηταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’έκανε άντρα.
Και τα κύμματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.

Νατζαριάν Νόρα (Βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στην Λεμεσό και σπούδασε ξένες γλώσσες και γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Μάντζεστερ στην Αγγλία. Είναι ποιήτρια και διηγηματογράφος. Η θεματολογία των έργων της, περιλαμβάνει την αγάπη, τον χαμό και την Προδοσία. Ουσιαστικά διαπραγματεύεται το Κυπριακό πρόβλημα αλλά και την αρμένικη καταγωγή της.

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 

ποιητικές συλλογές :
  • “Η φωνή στο πάνω τέλος της σκάλας” (2001), 
  • “Σπασμένη στα δύο” (2003) και
  •  “25 τρόποι να φιλήσετε έναν άντρα” 
Διήγημα: “Οδός Λήδρας” (2006)

Δάκτυλα (Κύπρος, 1974) / Νατζαριάν Νόρα



Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσειχάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε.Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να
’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν
 
Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.
Η Φωνή Στην Κορυφή Της Σκάλας, 2001

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

GAR OU CHGAR (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ)

Νόρα Νατζαριάν (Nora Nadjarian)

Ξαναπές μου εκείνο το παραμύθι, πατέρα.
Το παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.


Πες μου για την χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.


Πες μου για άλλη μια φορά
γιατί οι Αρμένικες ιστορίες είναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.


Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι
Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς


‘Μια φορά κι έναν καιρό’ και να τελειώσει ‘ ...αυτοί καλύτερα’.
Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες..

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Όταν είμαι κουρασμένη / Νατζαριάν Νόρα



Όταν είμαι κουρασμένη
σκέφτομαι το λαιμό σου
που ήτανε τό μαξιλάρι μου,
ένα βαθούλωμα που το γέμιζαν
μέρη του προσώπου μου –
στόμα, μύτη, μάτια, μαλλιά –
κάθε νύχτα, γιά χίλιες και μια νύχτες,
τότε που μέναμε άγρυπνοι και λέγαμε
ιστορίες ο ένας στον άλλο.

Τη χιλιοστή νύχτα
μας τελείωσαν τα λόγια
και την χιλιοστή πρώτη
ήμουν τόσο κουρασμένη
που σταμάτησα να μιλώ.
Έτσι ακούγαμε τη Σιωπή
να μας διαβάζει ιστορίες
κάθε νύχτα, και το πρόσωπό μου
κοιμόταν πάνω στο λαιμό σου –
μέχρι που μια νύχτα άκουσα
την αναπνοή της πάνω στό δέρμα σου.


Βραβευμένο διήγημα από το διαγωνισμό στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Γιασεμί / Νατζαριάν Νόρα





Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.
Ήταν η παιδική της ηλικία καιπάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου
σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε
Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.
Τώρα, ενώ περνούσε τη μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με το γαλάζιο μπερέ 
παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια και άνοιγε το στόματου
για να φωνάξει το ΑΛΤ!
αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.
ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της. Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη
Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.
Μοιρασμένη Στα Δυο, 2003