Νόρα Νατζαριάν
Την
κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη
γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την
έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.
Της έδωσες
αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη
χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι εκείνη,
πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.
Πυγμαλίωνα,
είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα,
τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα
τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.
‘Ηταν η νύχτα
που την έκανες γυναίκα,
και που
σ’έκανε άντρα.
Και τα κύμματα
διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των
ποδιών τους.