Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουππάς Ηλία Χριστόδουλος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουππάς Ηλία Χριστόδουλος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Xριστόδουλος Ηλία Kουππάς (βιογραφικό σημείωμα)

 Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1845. 
 Τελείωσε το Σχολαρχείο της πόλης.
Εργάστηκε αρχικά ως ως δάσκαλος, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το επάγγελμα για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Το 1883 άρχισε την εκδοτική δημοσιογραφική δραστηριότητά του με τη σατιρική εφημερίδα Xωρκάτης. Μετά από δύο χρόνια τον βρίσκουμε να εργάζεται  στην εφημερίδα Ένωσις. Ασχολήθηκε κυρίως με τη σατυρική ποίηση.
Απεβίωσε το 1918.

O Φιλάργυρος προ του Πλάστου

Θεέ μου, τί απέγινε τόση περιουσία
ην άφησα επί της γης, κληθείς εδώ να έλθω!
Mήπως μου γίνει όλεθρος αυτή η απουσία;
Eπίτρεψόν μου, Πλάστα μου, στην γην να επανέλθω.
*
Πόσα δεινά υπέφερα όπως την συναθροίσω!
Tο ένδυμά μου πενιχρόν, το φαγητόν επίσης,
νήστις πολλάκις έμεινα το χρήμα να κερδίσω,
έζησα βίον αφανή, άθλιον, με στερήσεις.
*
Διύλιζον τον κώνωπα εις πάσαν εργασίαν,
τα ράκη ανεσκάλευον, ανέπνεον την κόνιν,
συνέλεγον τα σκύβαλα με όψιν απαισίαν,
σύνθημα έχων πάντοτε την απληστίαν μόνην.
*
― Λησμόνησον όλα εδώ, θνητέ, του άλλου κόσμου
τα πλούτη, χρυσός, άργυρος δεν έχουσιν αξίαν,
άπαντα μηδενίζονται τα γήινα εμπρός μου,
μισώ και αποστρέφομαι πάσαν πλεονεξίαν.
*
Στον Oυρανόν είν’ αρετή η καθαρά καρδία,
πλούτος τα έργα τ’ αγαθά, η ελεημοσύνη,
λείπει η πολυτέλεια, επίδειξις καμμία
και βασιλεύει αντ’ αυτών αγάπη, καλοσύνη.
*
Eίν’ η ζωή αιώνιος ενταύθα άνθρωπέ μου,
τα αγαθά της άφθαρτα, γαλήνη, ηρεμία.
Περίλυπος τί σκέπτεσαι; ειλικρινώς ειπέ μου,
την κεφαλήν σου βέβαια σκέψις κρατεί, ανία.
*
― Λυπούμαι ότι έχασα τόσους μόχθους και κόπους,
όσους υπέστην εν τη γη, μαρτύρια, στερήσεις,
γεγυμνωμένος παντελώς ήλθον σ’ αυτούς τους τόπους,
πώς να μην έχω θλιβεράς, Πλάστα μου, αναμνήσεις;
*
― Ω άνθρωπε ουτιδανέ! τα πάντα είναι κόνις,
στον άλλον κόσμον μάταια, τέφρα, σποδός και χώμα!
Γιατί το βλέμμα σου στην γην εισέτι προσηλώνεις
και ανοσίως βλασφημεί το δολερόν σου στόμα;
*
Δεν επανέρχεσαι ποτέ στην σφαίραν όπου λέγεις,
λησμόνησον τα αγαθά τα πρόσκαιρα του κόσμου·
δεν έχεις το δικαίωμα τους τόπους να εκλέγεις
κι ελθέ να απολογηθείς λεπτομερώς εμπρός μου.
*
Mεγάλην βίβλον ήνοιξεν ο Πλάστης κι εξετάζων
προσεκτικώς ηρίθμησεν του φιλαργύρου πράξεις,
προς ον αποτεινόμενος θυμώδης, σκυθρωπάζων,
είπε, και έσεισε σφοδρώς των Oυρανίων τάξεις.
*
― Άπελθε στο εξώτερον πυρ, το ητοιμασμένον
για τον φρικτόν Διάβολον και τους αυτού Aγγέλους,
σ’ όλας εκεί τας πράξεις σου σ’ έχω δοκιμασμένον
και τιμωρίαν πρέπουσαν θα εύρεις επιτέλους.
*
Ωφέλιμος δεν έγινες ου μόνον στον πλησίον,
αλλ’ έτι εβασάνισες φρικτά τον εαυτόν σου,
φύγε μακράν, μη ίστασαι εις το πλευρόν Oσίων,
διότι συ ελήστευσας κι αυτόν τον αδελφόν σου.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Χωρκάτης

Αντζουλής:
Είντα ’ν που σάζουσιν, ολάν,
πάλε μέσα στην Σκάλαν,
είντα ’κοψεν η τζεφαλή
τι σκέδια εβκάλαν;
Ξέρεις πως αρκινήσασιν
να σάζουσιν την πόλιν,
τζι εν να την τζινουρκώσουσιν
όπως θέλουσιν όλοι;
Χωρκάτης:
Στραβάραν μες στα μμάδκια σου
εν να την τζινουρκώσουν,
ούτε τους δρόμους εν να δεις
ποτέ σου να τους στρώσουν.
Ο Δήμαρχός μας, μάνα μου,
ούλην την προσοχήν του
έβαλεν για το σπίτιν του
που δκια τζαι την ζωήν του.
Ούλους τους δρόμους έκοψεν
τριγύρω του σπιδκιού του,
ούλον δικόν του ’εν ενί
μισόν του α[δ]ερφού του.
Σεβτάς του έπεσεν πολύς
για να κάμει παλάτι,
έτσι του εκατέβηκεν
τζαι το ’ριψεν στ’ αμμάτι.
Που αν κατα[γ]υρέψουσιν,
ετζείνο ’κόμα θέλει,
κανέναν όμως ’εν κόφτει
ούτε κανέναν μέλλει.
Ά[δ]ε ωραία έρκεται
να πιάσουσιν λιβέριν,
φκιάρκα τζαι τσάππες, μάρτελλους,
πολλοί χτίστες στο σιέριν,
τζαι ν’ αρκινήσουν χάλασμαν
’που του Αλιμονάκη,
τζαι ράμμαν να τραβήσουσιν
μέσα στο παζαράκι.
Τότε να δείτε ομορκιάν
πον’ να ’σει το παζάρι,
να στέκουν ούλοι να θωρούν
τζαι να κάμνουν καμάριν.
Που την Αγγλο-Εζύψιαν
να στέκεται κανένας
τζαι ώς το Τουρκοπάζαρον
να βλέπει έναν-έναν.
Ιδού σχέδιον, φίλε μου
Δήμαρχε, που την Σκάλαν,
που ιντζενιέρηδες καλοί
ποτέ τους ’εν εβκάλαν.
Όι θέλεις το σπίτι σου
που βρίσκεται στην μέσην
να το κάμεις ανάχτορον
ούλοι γι’ αυτό να λέσιν.
Άφησ’ το σπίτι νακκουρίν
τζαι ρέξε που τους δρόμους,
να δεις βουνάρκα χώματα
να νώσεις τζαι τους βρόμους.


Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Πρόποσις Χρ. Κουππά

     
                         κατά το γεύμα της 31 Δεκεμβρίου 1897
                                  στην Εμπορική Λέσχη

                    Ομογενείς! Σας χαιρετώ με πάλλουσαν καρδίαν,
                    Και απευθύνω προς Υμάς ευχήν θερμήν, μυχίαν
                    Όλοι να ζήσετ’ ευτυχείς, κι όσα επιποθείτε
                    Στο Νέον Έτος εύχομαι να τα αξιωθείτε.

                    Ήτο πικρόν το παρελθόν, ω αδελφοί, στο Έθνος
                    Τηρείται μέχρι σήμερον εις την καρδιάν το πένθος
                    Και η Πατρίς μέχρι του νου εκ των πληγών σφαδάζει
                    Των δε Ελλήνων η καρδιά εισέτι αιμοστάζει.
                    Ενθέρμως λοιπόν εύχομαι ταχέως ν’ ανακύψει,
                    Να δοξασθεί, την συμφοράν στ’ ανάθεμα να ρίψει.
                    Να αναλάμψει η χαρά στο γένος των Ελλήνων
                    Να επανέλθει η εύκλεια των χρόνων μας εκείνων.
                    Άρα, υπέρ του Έθνους μας την πρόποσιν προτείνω
                    Στην θέλησιν του Ποιητού την τύχην του αφήνω.
                    Το Έθνος μας προώρισται, ω αδελφοί, να ζήσει
                    Ούτω το θέλει ο Θεός, και θα ευδαιμονήσει.


Ποίημα του Χρ. Κουππά

Τω φιλτάτω μοι φίλω κ. Δημ. Μαριδάκη
επί τη απελεύσει αυτού

Να γράψω θέλεις φίλε μου στίχους στο λεύκωμά Σου
αλλά μοι είνε δύσκολον δια να στιχουργήσω
να αναφέρω επαρκώς τα προτερήματά Σου
της Σης καρδίας τας χορδάς δια να συγκινήσω.

Φίλος είσαι ειλικρινής με ευγενείς τους τρόπους
και Καλλιτέχνης άριστος, σπανίας ευγλωττίας
εφ’ ω τυγχάνεις προσφιλής εις όλους τους ανθρώπους
μύστης δε έκτακτος, δεινός, ταχυδακτυλουργίας.

Είμαι καγώ Δημόσθενες! είς εκ των θαυμαστών Σου
αγάπην τρέφω δια Σε, συμπάθειαν μεγάλην
δι’ ο, στην τάξιν έχε με των φίλων των πιστών Σου
Και ήδη αποχαιρετών Σ’ ανοίγω την αγκάλην.

Προσφέρων Σοι τον ασπασμόν
με της φιλίας σεβασμόν
Φωνών Σοι πολλά Χαίρε!
Φίλε, πιστέ Εταίρε!

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Τω φιλτάτω μοι φίλω κ. Δημ. Μαριδάκη επί τη απελεύσει αυτού

Να γράψω θέλεις φίλε μου στίχους στο λεύκωμά Σου
αλλά μοι είνε δύσκολον δια να στιχουργήσω
να αναφέρω επαρκώς τα προτερήματά Σου
της Σης καρδίας τας χορδάς δια να συγκινήσω.

Φίλος είσαι ειλικρινής με ευγενείς τους τρόπους
και Καλλιτέχνης άριστος, σπανίας ευγλωττίας
εφ’ ω τυγχάνεις προσφιλής εις όλους τους ανθρώπους
μύστης δε έκτακτος, δεινός, ταχυδακτυλουργίας.

Είμαι καγώ Δημόσθενες! είς εκ των θαυμαστών Σου
αγάπην τρέφω δια Σε, συμπάθειαν μεγάλην
δι’ ο, στην τάξιν έχε με των φίλων των πιστών Σου
Και ήδη αποχαιρετών Σ’ ανοίγω την αγκάλην.

Προσφέρων Σοι τον ασπασμόν
με της φιλίας σεβασμόν
Φωνών Σοι πολλά Χαίρε!

Φίλε, πιστέ Εταίρε!

O Φιλάργυρος προ του Πλάστου



Θεέ μου, τί απέγινε τόση περιουσία
ην άφησα επί της γης, κληθείς εδώ να έλθω!
Mήπως μου γίνει όλεθρος αυτή η απουσία;
Eπίτρεψόν μου, Πλάστα μου, στην γην να επανέλθω.

*

Πόσα δεινά υπέφερα όπως την συναθροίσω!
Tο ένδυμά μου πενιχρόν, το φαγητόν επίσης,
νήστις πολλάκις έμεινα το χρήμα να κερδίσω,
έζησα βίον αφανή, άθλιον, με στερήσεις.

*

Διύλιζον τον κώνωπα εις πάσαν εργασίαν,
τα ράκη ανεσκάλευον, ανέπνεον την κόνιν,
συνέλεγον τα σκύβαλα με όψιν απαισίαν,
σύνθημα έχων πάντοτε την απληστίαν μόνην.

*

― Λησμόνησον όλα εδώ, θνητέ, του άλλου κόσμου
τα πλούτη, χρυσός, άργυρος δεν έχουσιν αξίαν,
άπαντα μηδενίζονται τα γήινα εμπρός μου,
μισώ και αποστρέφομαι πάσαν πλεονεξίαν.

*

Στον Oυρανόν είν’ αρετή η καθαρά καρδία,
πλούτος τα έργα τ’ αγαθά, η ελεημοσύνη,
λείπει η πολυτέλεια, επίδειξις καμμία
και βασιλεύει αντ’ αυτών αγάπη, καλοσύνη.

*

Eίν’ η ζωή αιώνιος ενταύθα άνθρωπέ μου,
τα αγαθά της άφθαρτα, γαλήνη, ηρεμία.
Περίλυπος τί σκέπτεσαι; ειλικρινώς ειπέ μου,
την κεφαλήν σου βέβαια σκέψις κρατεί, ανία.

*

― Λυπούμαι ότι έχασα τόσους μόχθους και κόπους,
όσους υπέστην εν τη γη, μαρτύρια, στερήσεις,
γεγυμνωμένος παντελώς ήλθον σ’ αυτούς τους τόπους,
πώς να μην έχω θλιβεράς, Πλάστα μου, αναμνήσεις;

*

― Ω άνθρωπε ουτιδανέ! τα πάντα είναι κόνις,
στον άλλον κόσμον μάταια, τέφρα, σποδός και χώμα!
Γιατί το βλέμμα σου στην γην εισέτι προσηλώνεις
και ανοσίως βλασφημεί το δολερόν σου στόμα;

*

Δεν επανέρχεσαι ποτέ στην σφαίραν όπου λέγεις,
λησμόνησον τα αγαθά τα πρόσκαιρα του κόσμου·
δεν έχεις το δικαίωμα τους τόπους να εκλέγεις
κι ελθέ να απολογηθείς λεπτομερώς εμπρός μου.

*

Mεγάλην βίβλον ήνοιξεν ο Πλάστης κι εξετάζων
προσεκτικώς ηρίθμησεν του φιλαργύρου πράξεις,
προς ον αποτεινόμενος θυμώδης, σκυθρωπάζων,
είπε, και έσεισε σφοδρώς των Oυρανίων τάξεις.

*

― Άπελθε στο εξώτερον πυρ, το ητοιμασμένον
για τον φρικτόν Διάβολον και τους αυτού Aγγέλους,
σ’ όλας εκεί τας πράξεις σου σ’ έχω δοκιμασμένον
και τιμωρίαν πρέπουσαν θα εύρεις επιτέλους.

*

Ωφέλιμος δεν έγινες ου μόνον στον πλησίον,
αλλ’ έτι εβασάνισες φρικτά τον εαυτόν σου,
φύγε μακράν, μη ίστασαι εις το πλευρόν Oσίων,

διότι συ ελήστευσας κι αυτόν τον αδελφόν σου.