Οι άνθρωποι δεν σε γνωρίζουν.
Τις παραπάνω μέρες
έτσι άγνωρος περνάς
αόρατος από το πλήθος
βαδίζοντας προς την
αντίθετη κατεύθυνση.
Κάποιες φορές κάθεσαι
έτσι αγνώριστος στο ένα πόδι
ανεβασμένος σ’ ένα κλαρί
μ’ αυτιά αλεπούς
αναμένοντας ν’ ακούσεις
μια φωνή ή έστω έναν ψίθυρο
από κάποιον άγνωρο,
που όμως τον προσμένεις χρόνια.
Κι αν κάποτε ανήμπορος
να περπατήσεις
έχουν τα μάτια σου πλατύνει
σαν δυο μεγάλα βαθιά πηγάδια
η ύπαρξη και μόνο
κείνου του άγνωρου
που σου ψιθύρισε κρυφά
σαν άνθρωπο μα και θεό
σ’ εξιλεώνει.
Τις παραπάνω μέρες
έτσι άγνωρος περνάς
αόρατος από το πλήθος
βαδίζοντας προς την
αντίθετη κατεύθυνση.
Κάποιες φορές κάθεσαι
έτσι αγνώριστος στο ένα πόδι
ανεβασμένος σ’ ένα κλαρί
μ’ αυτιά αλεπούς
αναμένοντας ν’ ακούσεις
μια φωνή ή έστω έναν ψίθυρο
από κάποιον άγνωρο,
που όμως τον προσμένεις χρόνια.
Κι αν κάποτε ανήμπορος
να περπατήσεις
έχουν τα μάτια σου πλατύνει
σαν δυο μεγάλα βαθιά πηγάδια
η ύπαρξη και μόνο
κείνου του άγνωρου
που σου ψιθύρισε κρυφά
σαν άνθρωπο μα και θεό
σ’ εξιλεώνει.