Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πετρίδης Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πετρίδης Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΟΣΤΡΑΚΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΝΘΟΙ - διαδικτυακές διαδρομές: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη / 2019


Αέναη Αναζήτηση

Σαν μεθυσμένο τρωκτικό συνέχεια σκάβω
για λίγη σκόνη -έστω αργυρή- μου φτάνει.
Κρατήσου άστρο μου, κάπου κοντά τη ψαύω·
η μνήμη ας δυναμώσει το πυρρό τρυπάνι.

**

Ευλογία βροχής

 

Πέφτει μια πράσινη πυκνή βροχή

μέσα στο ξάγναντο εσπερίας ώρας·

σαν ευλογία, σαν βάφτιση αντηχεί,

κάτι σαν γεύση σπάνιας οπώρας.


**

Υπερκόσμια Αύρα

 

Ανάμεσα σε θάλασσα και φλογερό ουρανό,

το λιόγερμα έχει ρίξει τη χρυσή του σκόνη·

ορθό και άφωνο μες σε πλεούμενο σκιερό,

αύρα υπερκόσμια και ριγηλή σε ζώνει.


**

Άπνοο δείλι

 

Σιγή σαν πέσει στ' άπνοο δείλι

με τ' αλμυρό τού νόστου δάκρυ,

αηδονούν στης χλόης την άκρη

τα εύλαλα των όντων χείλη.



**

Βιβλικό Ξημέρωμα

 

Χλόη φωτός λυτρωτικά σκεπάζει

το αυγινό ανάγλυφο της οικουμένης.

Δεν παίζει αυλός, μηδέ αμνός  βελάζει

μόνο η αχλύς διάχυτη τής ειμαρμένης.



**

Αθροιστικό στο Φως

 

Στης Τέχνης τον καυτό κρατήρα

είναι η ψυχή σου πτερωτός ικέτης,

στ' άχρονο φως σού έταξε η μοίρα

και συ το φως σου να προσθέτεις.


**

Λυτρωτικό

 

Κρουνός φωτός πάνωθε ανοίγει

αμαρτωλών τα ερέβη να φωτίσει,

να λυτρωθούν ψυχές μ' ένοχα  ρίγη

κι άχραντο ρούχο να τις ντύσει.



**

Άπνοια

 

Όλα το βράδυ σιωπηλά

τίποτε δεν σαλεύει,

μόνο η ψυχή δειλά-δειλά

άσπρο πανί γυρεύει.


**

Βάθος Μνήμης

 

Νεκρά κοχύλια συναντώ

στην αυγινή ραστώνη,

το σκήνωμά τους τ'  αδειανό

μνήμη βυθού στοιχειώνει.


**

Δέος

 

Σε βράχο αν βγεις καμιά φορά

κι εκεί ψηλά στο χάος σκύψεις·

το δέος σου καλά κι αν κρύψεις,

το Κάτι νιώθεις που τα πάντα ορά.


Ανδρέας Πετρίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Ανδρέας Πετρίδης γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα της Πάφου κι αποφοίτησε το Γυμνάσιο το 1966. Στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική με υποτροφία της Κυπριακής Κυβέρνησης στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου κι ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική.



Ποιητικές Συλλογές 

  • Πικρή Γένεση          1983
  • Δωρική Γραμμή       1989
  • Αργοί Σταλακτίτες   1991
  • Νόστου και Φυγής   2001
  • Εντόπιο Ρίγος          2013
  • Όστρακα και πετρανθοί: Διαδικτυακές διαδρομές / 2019



ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη μπορείτε να διαβάσετε στον σύνδεσμο: http://www.ellinikipoiisi.com/tag/%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82/

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Εντόπιο ρίγος: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη (2013) Αποσπασματικοί στίχοι

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια 
αλλοτινής λατρείας 
τώρα σημάδια 
εμπύρετου μόνο περάσματος. 
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά 
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν 
στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, 
κι η βασιλεία των ουρανών 
άδειος πια θρόνος…

...

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε 
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες 
σε υπόγεια νερά…

...

… δεν θέλει πολύ να ξέρεις 
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα 
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, 
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό 
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες 
δάκρυα της Παναγίας…

...

Αργά - αργά περιστρέφεται 
η σφαίρα της γης, 
ίδια παιδικό παιγνίδι… 
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί 
ανήσυχα εντοπίζεις 
τον χρόνο να τραβά τα λουριά 
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…


Ούτε που ξέρεις 
ποιο δρόμο να πάρεις, 
κι εύκολα ξεχνάς 
πού είναι η πλώρη 
πού είναι η πρύμνη 
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια 
 πολλούς δείκτες στη θάλασσα


πηγή: http://www.drpetrides.com/el/demosiefsis/arthrografia-typos/17-2013

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Δωρική Γραμμή 1989 και Αργοί Σταλακτίτες 1991: Αποσπάσματα από τις Ποιητικές Συλλογές μπορείτε να διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:

Νόστου και Φυγής : Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη εκδοθείσα το 2001 (Ποιήματα Περιόδου 1989-2000)

 Α.  ΠΟΙΗΣΗ                                                  POETRY

( « τρεις νύξεις για τη ζωή » ΙΙΙ, )                 (  three hints about life , III )               
     ΔΩΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ , 1989                                            “ DORIC LINE , 1989 ”

Φυσάει ένας αγέρας                                       A strong wind blows
στην αυλή απόψε                                            out in the yard tonight
πεισματικά την πόρτα σειώντας,                    obstinately shaking the door,
αποτραβιέται και πάλι ορμά                           withdrawing and rushing again
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη               terrorizing through the glass skylight
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…                  the flicker of a pale lamp…

Νύχτα βαθειάκανένας                                 Deep night – at lonely homes
δεν ανοίγει στακρινά σπίτια,                        no one dares open up, 
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα                      you never know what such an hour may bring
δίχως ξύλα στη φωτιά                                     without any wood in the fire
χωρίς ένα σκύλλο                                           without a dog
να τρέξει να ψάξει.                                          to run and seek out.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης        Let, therefore, the bolt remain drawn
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.                   until tomorrow, until daybreak.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως                    Then at least in full light
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,        in the certain outline of things,
άς έλθει οποιοσδήποτε                                    let whoever wishes to come
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει -                                 and whatever he may demand -  

όχι εν λευκώ,                                                   not as a carte blanch,
μα εκεί μπροστά στα μάτια                             but there, under the eyes
των ανθισμένων μυγδαλιών,                           of the almond trees in bloom,
που μόνο αν είναι δίκαιο                                 who will finally consent
θα συγκατανεύσουν.                                        only if it is fair.

ΜΑΥΡΟ  ΠΟΥΛΙ ( Αργοί Σταλακτίτες, 1991)         BLACK  BIRD (“slow stalactites” 1991)                              

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί                           The black bird, which we have finally come to know                   
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει                    having seen it cross so often
το διάστημα των ημερών μας,                                the expanse of our days,
κράτα το ζωή λιγάκι                                                   hold it, life, closed in cage
κλεισμένο στο κλουβί.                                         for a while.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε                         So that we can run and sing
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,                blissful in the mist of ignorance,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε                        that we can lie under the trees
χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…          unconcerned about his heavy shadow…
Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται                Because it always startles us. It comes
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού                       in the summer’s scorching heat,
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απτην πηγή,       while we lean over the fountainhead without a care
ή μέσα στόνειρο τις νύχτες του χειμώνα           or in a dream during winternights
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει                            again it burrows and find us
τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –                         supposedly serene, supposedly strong-


κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.   even if  we shudder at its flapping.

Το ξέρουμε ζωή, μαυτό                                      We know, oh life, that
το μαύρο πουλί πρέπει                                          we have to deal with
να τα βγάλουμε πέρα,                                           this bird in black colour,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –                                with anything that may help us -         
αστεία κάνοντας για σιγουριά,                              making jokes to win more certainty,
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,                            planting trees where we may,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη                         looking for marble-figures in the ground         
και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.                         and frenziedly filling up sheets of paper.
 
Άλγος Εσπέρας ( ΝΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΦΥΓΗΣ,          A sunset-affliction ( OF NOSTOS and FLIGHT )
                                                          2001                                                                                                                         
Πάνω σε πέτρα κάθησες                                    You sat on a rock to take a breath,
να πάρεις ανάσα καθώς είπες.                            as you said.
Ω, τι παράξενη ψυχή,                                         Oh, what a strange soul,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο                                      the head barely had time to lean
το κεφάλι να γείρει                                             into the shade
και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα            and the gaze-how it changes its hues
μές στην αδύνατη στιγμή !                                 at the moment of weakness !

Τώρα μια διάθεση αόριστη                                Now a vague mood
τον πρότερο μόχθο αραιώνει,                             dissolves all earlier toil,
του ύπνου στρώνει την κλίνη                             makes the bed of sleep 
το πέλμα του πονεί.                                            and his footsole is in pain.

Μ’αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται        But this is his route. He is not sad
στα ενδιάμεσα κάποτε                                        when sometimes
η έφεσή του σαν λυγίζει,                                    his plea gets bending,
μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα                     let it be a pause, a thirst quenching
ως το πρωϊ.                                                         until the dawn break.

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται                    Let him enjoy therefore and dream
των αχναριών τη συνέχεια,                                the continuation of  his steps,
σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.                     whatever may bafall him, what ever may happen.    
Ταγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,          Look now at the weeds, on his side,
δεμένα σανένδοτες ρίζες                                 tied to unyielding roots,
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο                    how they bend the body                                              
σε μάταιη κίνηση φυγής.                                    in a futile attempt to flee.

ΣΧΟΛΙΑ  ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )         COMMENTS ( “slow stalactites” 1991)                 

Α.                                                                                 
   Κωφεύεις                                                       You play deaf                                       
   στη φωνή της μοίρας                                      to the voice of destiny
   όσο ταντέχεις                                               as long as you can bear to                                                   
   σιγά-σιγά,                                                       bit by bit,

   και μια μέρα                                                   and one day
   ούτε που ξέρεις                                              you dont even know
   ποιο δρόμο να πάρεις                                     which road to take
   κι εύκολα ξεχνάς -                                         and easily you forget-

   πού είναι η πλώρη                                          where the prow is                                       
   πού είναι η πρύμνη,                                        and where the stern,
   σένα νησί με πολλά ακρωτήρια                   on an island with many capes
   πολλούς δείχτες στη θάλασσα.                       many indicators in the sea.

B.                                                                                   
   Μανήσυχο του ματιού τον βολβό                With the eye’s bulb restless
   λίγο πιο πάνω                                                  slightly above
   απ’ το μοιρασμένο                                          the divided
   μιας πόλης σχήμα,                                          shape of e town,
   στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.           stands the mountain’s dark brow.

   Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του                  Turning away from his stony sleep
   και τανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,    and the springtime unfurling of the slopes,  
   ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε                                           has never ever felt                 
   φτερούγα φόβου στο βλέμμα                                 the flutter of fear within the gaze 
   μήτε ανάγκη κάποτε                                               nor the need to lower   
   το πενταδάκτυλο                                                     the five-fingered hand of  his shape-
   χέρι να χαμηλώσει-

   καθώς περνούν ξυστά λεπίδια                               while blades pass sharply,
   και του φουσκώνει                                                 with the vein of his neck 
   η φλέβα που έχει στο λαιμό,                                  from anger swelling,
   σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό                                      in a jet black sky 
   που λες θα ρίξει                                                     that looks ready                                      
   στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.                              to burn down the hostile gesture.

Γ.                                                                            
   Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε                            And if we speak a little too much
   για τον Πενταδάκτυλο                                           about the five-fingered mountain
   είναι γιατί                                                               that is because                                                             
   μοιάζει χτυπημένο πουλί                                       it resembles a wounded bird
   με δυο φτερούγες                                                   with its two wings
   καρφωμένες στο χώμα.                                          nailed to the ground.

   Θάταν πιστεύω ένας αετός περήφανος               I believe it would be a proud eagle
   με καταγωγή ίσως                                                  perhabs a descendant
   τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη                         of the rock with the bloody memory
   μέρη Καυκάσου –                                                  parts of Caucasus-
   ένας αετός μάρτυρας                                             an eagle that witnessed
   της σταύρωσης και της οδύνης,                             the crucifixion and the agony,

   που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας                       that flew finally far away descending
   για να κτίσει τελικά τη φωλιά του                         to build its nest
   σένα νησί-χλωρό κλαρί                                       on an island-a green branch
   αντίξοης μοίρας.                                                    with an unfavorable fate.