Κάποιαν φοράν που έτυχεν
να πάω φαρμακείον,
είσιεν πολλές εις την σειράν, το φύλον γυναικείον.
είσιεν πολλές εις την σειράν, το φύλον γυναικείον.
Κάποια κυρία στρουμπουλή
την ζυαρκάν εσσιάστην
τζιαι όπως την εσίνιαρα, να ζυαστεί εσάστην.
τζιαι όπως την εσίνιαρα, να ζυαστεί εσάστην.
«Έννεν ανάγκη, σγιάν
λαλώ, να ζυαστείς, κυρία,
είσ’ εβδομήντα τζιαι μισόν, μέν έσιεις απορία!»
είσ’ εβδομήντα τζιαι μισόν, μέν έσιεις απορία!»
Έτσι της είπα, μά ’ν
έπιαν τόπον η συμβουλή μου
τζιαι άμαν εζυάστηκεν, γυρίζει τζιαι λαλεί μου:
τζιαι άμαν εζυάστηκεν, γυρίζει τζιαι λαλεί μου:
«(Δ)έν το πιστεύκω,
κύριε, το βάρος μου εμέναν
που σύγκοψες ακρίβειαν, χωρίς να λείφκετ’ έναν!»
που σύγκοψες ακρίβειαν, χωρίς να λείφκετ’ έναν!»
Την φάσην ούλλην εί(δ)εν
την τζιαι μί-α σαν τον ταύρο(ν)
τζι’ αρώτησέν το βάρος της με μιαν μμαθκιάν αν θά ’βρω.
τζι’ αρώτησέν το βάρος της με μιαν μμαθκιάν αν θά ’βρω.
Λαλώ: «Εσού, κυρία μου,
χωρίς δεύτερην σκέψη,
δηλώννω το με σιουρκάν, είσ’ ενενήντα έξι!»
δηλώννω το με σιουρκάν, είσ’ ενενήντα έξι!»
Εί(δ)α την που
τσουννιάστηκεν! Χωρίς τζιαιρόν να χάσει
αππήησεν στην ζυαρκάν, χαζίριν να την σπάσει.
αππήησεν στην ζυαρκάν, χαζίριν να την σπάσει.
Όσα εν πού ’πα έδειξεν!
Γυρίζουν τζιαι θωρούν με,
οι δκυό κυρίες οι αδρές, τζι’ αμέσως αρωτούν με:
οι δκυό κυρίες οι αδρές, τζι’ αμέσως αρωτούν με:
«Που σύγκοψες το βάρος
μας, πε μας, ποιος εν ο λόγος;
Άμπα τζιαι είσαι, που λαλούν, ο Διατροφολόγος;»
Άμπα τζιαι είσαι, που λαλούν, ο Διατροφολόγος;»
«Δεν είμαι τούτον πού ’πετε,
αφράτες μου κοπέλλες!
Εγιώ νιώννω τζιαι πουλώ ... δαμάλια τζιαι κατσέλλες!»
Εγιώ νιώννω τζιαι πουλώ ... δαμάλια τζιαι κατσέλλες!»
08 Γενάρη, 2015
(Από τη συλλογή: «Ανέκδοτα Διασκευασμένα Σε Κυπριακά Σατυρικά Ποιήματα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου