Είχε συνηθίσει
να περπατά μόνος στο πεζοδρόμιο
Από την μια
άκρη της πόλης μέχρι την άλλη
Κρατούσε στα
χέρια του μια μακριά πένα
Όμοιο φτερό
πουλιού
Κι έγραφε –
έγραφε
πάνω στους λερωμένους,
από την ανθρώπινη έπαρση, τοίχους
Την επομένη δεν
υπήρχαν τα ποιήματά του.
Όταν έβρεχε
πετούσε τα ρούχα του
Όπως αφαιρούσε
τις λέξεις από τους στίχους.
Έμενε γυμνός
Όπως τις χήρες
λέξεις που πάλευαν με τα κοσμητικά
μη γίνουν και
τούτες πλούσιες προτάσεις,
στα χαρακώματα
μιας πληκτικής νουβέλας.
Και ενώ
οι πογιατζήδες
πιάνανε δουλειά τα ξημερώματα,
αυτός συνέθετε
τους στίχους στα όνειρά του.
…
Το πρωί σαν οι
αγύρτες πίνανε τσάι και αφεψήματα
Νυσταλέοι στις
επαύλεις τους
Στίχοι ξεφεύγαμε
από το βαρύ σπιτικό
Μέσα από
καμινάδες και υπόγειους διαδρόμους
Και τρέχαμε να
προλάβουμε
Την Ανατολή αν
ήταν μπορετό
Την Δύση και
τον Βορρά
Τον νότο με τους
θερμούς αέρηδές του
Παίζαμε κρυφτό
κυνηγητό και γλυτωμό
Με τους χαφιέδες
στα σοκάκια και τους δρόμους
Έπεφταν κι
πρώτες πιστολιές
Γυρίζαμε στο
σπιτικό κάποιοι στίχοι χωρίς λέξεις
Κάποιο στίχοι
με τις λέξεις μισές.
Τ΄ αφεψήματα
τότε γινότανε οινόπνευμα
Κι έτσουζε ο
ήλιος στο λαρύγγι .
…
Ο ποιητής
συνέχιζε να περπατά μόνος στο πεζοδρόμιο
Να γράφει στους
τοίχους που βάφηκαν στο χρώμα του μολυβιού.
Τώρα πια ποιος
τους διαβάζει πλην της βροχής που ρουφάει το μεδούλι τους;
Οι χαφιέδες
που ακόμα μας κυνηγούν;
Οι αγύρτες που
πίνουν τσάι στις νέες αποικίες τους;
Εμείς, μόνες
λέξεις στις ζωές που γεννιόμαστε
Ο ποιητής
αναγνώστης τυφλός ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου