“Άντρες,
γυναίκες και παιδιά, κοντά μου συναχτείτε”
πρόσφορα να
μοιράσετε, γλυκό κρασί να πιείτε.
Ψωμί απ’ του
κάμπου τ’ όργωμα, κρασί από δράκο αμπέλι,
πικρό απ’ τον
ίδρω της δουλειάς μα, απ’ την αγάπη, μέλι.
Πολύ αγαπούσε
ο δουλευτής τον κόσμο ολόγυρά του,
κ’ είχε
ανοιχτό το σπίτι του, ανοιχτό σαν την καρδιά του.
Aράδα τα
τραπέζια του για ξένους στρατοκόπους,
για
θεριστάδες, για φτωχούς – για τους απλούς ανθρώπους.
Στην άκρη
αυτός, ο κεραστής, κρασί-χαρά κερνούσε
κ’ ένας λαός
στα χείλη του με πάθος τραγουδούσε.
Έπινε η νύχτα
σα μπεκρού το φως από τ’ αστέρια,
έπινε ο ξένος
στην αυλή, ως αργά τα καλοκαίρια.
Xωράφια,
σπίτια, χάθηκαν στου δανειστή το στόμα,
μα το τραγούδι
του το ζω και ζει ως λαός ακόμα.
Mίλια-σειρά τα
δίστιχα στο δρόμο είναι στρωμένα,
στάχυα του
απλού τραγουδιστή, μα στα χαρτιά του ούτ’ ένα.
Mίλια από
στίχους θα ’θελα να γράψω για να υμνήσω
το δάσκαλό μου
στην καρδιά, μα ως κάποτε θα κλείσω.
Aντρέας Παύλου
ελέγουμουν και νυν Tεύκρος Aνθίας,
“ποιηταρούδιν”
νηστικό – παιδί της αλητείας.
Mη μου ζητάτε,
χωριανοί, να σας το τραγουδήσω,
γιατί το δάκρυ
είν’ ακριβό – στη γη θα το κρατήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου