Το κοίταξα σε μια
ρωγμή να ξεφυτρώνει
λοξά στο πεζοδρόμιο
κι αθώα
να μου χαμογελά
λάμποντας, με το
κίτρινο σκουφί.
Θυμήθηκα. Αυτές
ήταν οι εξοχές μας,
πάει μισός αιώνας.
Κατάλευκο χαλί το χαμομήλι
κι εμείς γεμίζαμε
μοσχοβολιά
χούφτες , ποδιές
και τσέπες.
Τρέχαμε στην καλή
γιαγιά με τη συγκομιδή.
Ένα φιλί η
ανταμοιβή και το άπλωνε
στον αλανιάρη
ήλιο να ξεράνει,
σε γυάλινα ύστερα δοχεία να το φυλάξει.
Πονόλαιμο,
στομάχι, γιατρικό μαλακτικό.
Και απορώ. Πώς
επιβίωσε ο σπόρος του
(τσιμέντα,
καυσαέρια, λογής στραγγαλισμούς)
κι ήρθε ν’
ανοίξει τον στεγνό
κρουνό της
ποίησης μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου