Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν
νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν
να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.
Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,
μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.
Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι
τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.
Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,
έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,
τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,
ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν
στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου