Ό τι έχω από σένα, γιαγιά, λίγα ρόδα στον κήπο μου.
Με παρηγορεί πως διόλου δεν είναι συνηθισμένα ετούτα τα ρόδα: γεννήματα κείνων που μύρισες μικρή, παντρεμένα με τ'άκαρδο λιοπύρι και την χωρίς φραγμούς αλμύρα κατευθείαν απ'τη θάλασσα...
Με ετούτα ακριβώς τα ρόδα αντάμα μεγάλωσαν και σκλήρυναν πιότερο οι άκαμπτες ημέρες σου.
Ημέρες σαν χρόνο χαραγμένο από ατόφιο ατσάλι.
Κάθε που τα αισθάνομαι, για τα ρόδα σου μιλώ, διερωτιούμαι βαθιά και ειλικρινά πώς και δεν κατάφεραν να δροσίσουν έστω για λίγο το πύρρινο ύφος της ζήσης σου...
Εκείνο ακριβώς που συναντούσα κάθε φορά που η κάθε λογής λαιμαργία μου δίπλωνε και τη ψυχή μου.
Κάθε που σου ζητούσε κάτι...
Κάτι σα πίττα τηγανιτή με ζεστό το μέλι να ρέει ζωντανό, θαρρείς αν το γευόσουνα θα σου ψιθύριζε στη ψυχή λόγια αγάπης, ή αφρόψαρα αλμυροθρεμμένα που σπαρταρούσαν θάλασσα και μοσχομύριζαν ακρογυαλιά... Πατάτες τηγανιτές που ξεπρόβαλλαν τους χειμώνες και λουκάνικα μπαχαροθρεμμένα που βασάνιζαν τη παιδιοσύνη μου...
Όλα ετούτα, γιαγιά, τη στοίχειωσαν την άβγαλτή μου όσφρηση, μα πιότερο τη χάραξαν την καρδιά μου...
Και κάθε που κοιτάω τα ρόδα σου τα θαυμάζω τα αγκάθια τους...
Πόσο κατάφεραν και αγγίξαν τη ψυχή σου, χωρίς να της χαράξουν ουδεμία γραντσουνιά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου