Έλεγα ολοβραδύς να μπλέξω ένα στεφάνι. Να τ'αφήσω να φιληθεί απ'της νοτιάς τα υγρά
χείλια, να φιλοξενήσει ζωή απ'των μελισσών τα θεία δώρα... Να ευφράνει τη ψυχή της
γειτόνισσας, που'χει χρόνους ασπόνδυλους να νοιώσει του Μαγιού τα δόρυτα. Μα
νύχτωσε εψές νωρίς. Σκούρηναν οι κάμποι υπό τις σκιές των βλεφάρων μου. Κι όταν
εφάνην το ξημέρωμα, μια ενταφιασμένη σκονοσυρροή έπνιξε των λουλουδιών τα αθώα
κι άδολα χρώματα. Μια σκόνη σαν ύπουλος εισβολέας, έθαψε του Μαγιού τ'αρώματα...
Αντί στεφάνι κρέμμασα ένα χαμόγελο, στου ξωπορτιού το εμπα. Να ανταγωνιστώ
ισότημα τη σκόνη, ώσπου να ανθίσουν και πάλι τα χρώματα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου