Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Χριστίνα Χριστοφή: Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 



 

 

Αριάδνη

 

Κι έγινε το φιλί σου ο λαβύρινθος.

Στα φτερά των θαλασσοπουλιών μάδησα το μίτο μου, πιθαμή τη πιθαμή μα δεν έχω ξεμπλέξει καμία άκρη.

Σάμπως να πετάω κι εγώ φτερό φτερό, κάθε μαδημένο φιλοπούπουλο, μα πιότερο να μπλέκομαι στο προσχεδιασμένο λαβύρινθό σου...

Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 

*

Νέα Εποχή

 

Αργή και νωχελική ημέρα.

Σα μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη μοίρα.

Η πρωϊνή πάχνα μια άλλη στρώση ευκαιρίας, ενώ το πρώτο κοπάδι που μόλις τράφηκε απ'το ξερό χωράφι, σκονισμένο απομεινάρι του θέρους, δροσίζει με τη ζήση του τη νέα εποχή που μόλις προέβαλε...

Έχει ήδη φανερωθεί, αν και διστάζεις να το πιστέψεις, ίσως λίγο λόγω της παρατραβηγμένης ζέστης ή λίγο λόγω του φόβου που επέτρεψες να φωλιάσει εντός σου...

Πάντως έχει φανερωθεί...

Την είδα στο πρώτο άστρο της νέας ημέρας καθώς τρεμόπαιζε πίσω απ'τη μάταιη υγρασία  και στην αόρατη θερμότητα του κίτρινου...

Στα μάτια των αγαπημένων που έκλειναν απ'τη θέρμη του έρωτά...

Στο νοτιασμένο φύλλο του αμπελιού καθώς γέρνει από σεβασμό κι όχι απ' τη ξηρότητα της παρατεταμένης υποταγής...

 

*

Σεπτέμβρης

 

Οι σκιές των λουλουδιών μοιάζουν πια πιο ζωντανές κι απ'την μαγευτική αίσθηση που αφήνουν οι δροσάτες ανάσες τους...

Οι κάκτοι στα λαξευμένα ακριανά της στράτας μοιάζουν όλο και πιο πολύ με χέρια καλλιτέχνη που όλο φτιάχνουν δίχα να υποκύπτουν στη μοίρα των αγκαθιών που ανέκαθεν κουβαλούν στο είναι τους...

Η χροιά της σελήνης έχει ήδη σαλπάρει, θαρρείς και πρώτη διαισθάνθηκε τα μαλαματένια προικιά της νέας ευλογημένης εποχής...

Είναι Σεπτέμβριος κι όσοι πίστεψαν πως μ'ένα οπωρινό λιόγερμα κι ένα αμπελοφύλλι έναντι από μια θάλασσα κράτησαν απ'τις ασημένιες φλέβες τη σελήνη, την κράτησαν.

Διότι εκεί που η καρδιά σου ζει το μήνα που κρυβόταν ένα ολόκληρο θέρος και μετά από μια πύρρινη θάλασσα, θα πάλθηκε σαν κύμα έπειτα από σμίξιμο νύχτα σεπτεμβριανή...

Δε ξεχνάει ό τι τη ξύπνησε...

 

*

 

Άνεμος Οπωρινός

 

Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,

σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.

Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.

Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια πανωφόρια...

Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της νύχτας της οπωρινής...

Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.

Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.

Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.

 

*

Σχολείο

 

Κι όλο μου θύμωνε ο δάσκαλος, γιατί κρατούσα σα βαριεστημένη με τη παλάμη μου, το μάγουλο...

Πού να φανταστεί πως κείνες τις υπέροχες στιγμές ονειρευόμουνα...

Πού να φανταστεί, ο δόλιος ο δάσκαλός μου, πού ταξίδευα ενώ κείνος μάχημος του πτυχίου του αγωνιζόταν να μεταφέρει κάποιο έστω μάθημα...

Είχα ήδη πετάξει απ'τα θωρακισμένα τετραγωνικά της αίθουσας, μα κείνος ουδέποτε μου φόρεσε φτερά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου