Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα ( Μέρος 2ον. Της ζωής, της φύσης και του πολέμου.)

Στον πατέρα μου

σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα

 

 **



  1. Λευτεριά
  2. Το ξέρω Μάνα
  3. Μπροστά στη ζωή
  4. Μοναξιά
  5. Γαλήνη
  6. Εξομολόγηση
  7. Πατρίδα
  8. Κύπρος
  9. Είμαστε άνθρωποι
  10. Κύκλος (μεταπολεμικός)
  11. Μήνυμα
  12. Νοσταλγικό
  13. Ξεκινήσαμε
  14. Απόφοιτος
  15.  Ιθάκη


**

 ΛΕΥΤΕΡΙΑ

 

Μάνα

        Πως μπορούμε να μένουμε

                      με σφραγισμένο στόμα

                          όταν τα πλοκάμια της αβύσσου

                              σε κουβαλούν στην αθέλητη

                                            πορεία τους ;

Πως θα τους αφήσουμε

           να σκοτώσουν τούτο

                   τον ολόφωτο ήλιο μας ;

Μάνα,

       Αν η θλίψη ζωγραφίζει

                          τα πρόσωπα μας

Αν ο ήλιος κλαίει

                         τη συμφορά μας

Αν το σκοτάδι πλάκωσε

                          τα  όνειρα μας

Ας είναι, Μάνα

Τη ψυχή μας δεν μπορούν

            να τη αλυσοδέσουν

Δεν μπορούν να μας γονυπετήσουν

            μπροστά στην άρνηση

Μάνα,

Θα ξανανοίξουμε τα φτερά

                      της ελπίδας μας,

Θα ξαναζυμώσουμε

                           την πίστη μας.

Θ’ακολουθήσουμε τη πορεία

                               του ήλιου μας.

Θα ξαναζωντανέψουμε

                                  την προσταγή μας

                                                   της γης μας

                                                     ‘’ΛΕΥΤΕΡΙΑ’’

 

1968

 

 

 

 

 

 

 

 


ΤΟ ΞΕΡΩ ΜΑΝΑ

                                                       (στη μητέρα μου)

Πόσο θα τόθελα, μάνα

         να σ’ έβλεπα να μπλέκεις

               το τραγούδι της ελπίδας

                     καθισμένη σαν κάθε βράδυ

                          στο κατώφλι του φτωχόσπιτου μας,

                               να καρτεράς τον πατέρα

                                     με το κουρασμένο του βήμα.

Ν’ αγναντεύεις τον γυρισμό

          των παιδιών σου.

                 Ο ένας απ’ το περίπατο

                        στην αμμουδιά την ολόξανθη

                               και ο άλλος να σου φέρνει

                                     τον καρπό της αγάπης του.

Πολύ θα τόθελα, μάνα.

Όμως

              (τώρα ξεφύτρωσε αυτό το ‘’όμως’’)  

Ξέρω πως τώρα θα κάθεσαι

             κάτω από κάποιο δέντρο

                         που έγινε σπίτι και αυλή σου.

Ξέρω πως για ελπίδα δεν μιλάς,

          μόνο σιγοκλαίς και καταριέσαι

                 (κι αν στη ζωή

                                        δεν  καταράστηκες ποτέ).

Ξέρω πως δίπλα σου κουρασμένος

           κάθεται ο πατέρας

                  κοιτώντας τα σφικτά

                       σαν τανάλιες χέρια του.

Ναι, μάνα,

      ξέρω πως σήμερα

             δεν θαρθουν τ’ αδέλφια μου

                                          κοντά σου.

Σήμερα φυλάνε τη τιμή 

              της αγαπημένης τους

                       και το μέλλον

                                της ζωής μας.

Μην κλαις, μάνα.

Κανένας δεν θα κλέψει

                  το τραγούδι μας.

Κανένας δεν θ’ αφήσει

                  μοναχό τ’ εγγόνι σου.

Το ξέρω, μάνα,

                το ξέρω.

 

 

 

 **

 

 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

 

Καθισμένος στο βράχο

ατενίζω τη πλατειά θάλασσα.

Ένα καράβι με προσμένει

για το μεγάλο ταξίδι.

Μόνος εγώ καπετάνιος

Μόνος εγώ επιβάτης του.

Θα βάλω πλώρη

για το άγνωστο.

Τιμόνι η ψυχή μου

Πανιά η καρδιά κι ο νούς.

Ψηλά στο κατάρτι

ένα  λάβαρο:

                          ‘’ΑΓΩΝΑΣ’’

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ

 

Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι

για ν’ ανεβούμε  εκεί ψηλά στο φως.

Ένα αστέρι μας φωτίζει.

Θα φτάσουμε στη κορφή

για μας,

           για τους γονείς μας,

                         για τη Πατρίδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ

 

Ας πούμε την αλήθεια

Τέλειωσαν πια τα ψέματα,

οι παιδικές δικαιολογίες.

Δώδεκα χρόνια ζούσαμε

χωρίς κόπους, έγνοιες. Αρχοντικά.

Τώρα,

        με τ’ απολυτήριο στα χέρια,

ξανοιγόμαστε στης ζωής το πέλαγος.

Όλοι προσμένουν ανταπόδοση,

                           βοήθεια,

                                   αγώνες.

Ας μη τους γελάσουμε!

 

 

 

 

 

 


ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Κάθομαι με συντροφιά

τη μυστικότητα της νύκτας.

Το πικ-απ της φύσης

ανοιγμένο στη διαπασό

σκορπίζει γύρω μου

τη μελωδία της βροχής.

Τρέμω από το κρύο

της μοναξιάς μου.

Αναζητώ τη ζεστασιά

στη θερμάστρα με τη μάρκα

‘’Άνθρωπος’’.

Σπατάλησε ο χρόνος

το φωταέριο της.

Κανένας δεν θέλει

να μου προσφέρει

μια σταλιά για δανεικό.

Όλοι το πωλούν

‘’τοις μετρητοίς’’.

 

 

 

 

 

ΓΑΛΗΝΗ

 

Κουράστηκα αναζητώντας

              μεσ’ τη νύκτα τη γαλήνη.

Τη βρήκα μεσ’ το κάμπο

              την ώρα που γεννιόταν ο ήλιος.

Τη χάρηκα συντροφιά

              με τα γλυκοτράγουδα

                 της θάλασσας.

 Σκίρτησε μεσ’ τη καρδιά μου

              σαν με χάιδεψε τ’ αγέρι

 Τη δέχτηκα δώρο ανεκτίμητο,

               απ’την ελια

                          και  το ψωμί

                                         τ’αγρότη.

 

 

 

 

 

 


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Θέλησα να κουβεντιάσω με τον άνεμο.

Δεν θέλει όμως ν’ ανακόψει

τον δρόμο του σφυρίγματος του.

Προχώρησε σ’ όλη τη φύση

σαν δικτάτορας. Αλαζονικός.

Γύρισα στον ουρανό

για να του κλέψω μια κουβέντα.

Τυλίχτηκε κοκκέτικα το μαύρο

πέπλο του και με κεραυνοβόλησε.

Παρακάλεσα τα σύννεφα

να  με συντροφέψουν.

Μούριξαν μιαν άρνηση.

Στράφηκα στα δέντρα.

Κατακίτρινα απ’το μίσος.

Μου γύρισαν τη πλάτη.

Φώναξα στη θάλασσα.

Μου απάντησε μ’ ένα μουγκρητό

που ξέφυγε απ’ το γιγάντιο στόμα της

Τρόμαξα. Ήμουνα μόνος.

 

Τότε ανοίχτηκε η γη

και μου πέταξε μια φωνή.

‘’Αγάπη, μου ψιθύρισε,

Αγάπη και Ειρήνη.’’

Τράνταξε η καρδιά μου

Αναθάρρεψα.  Αναπήδησα.

‘’Αγάπη!

Ειρήνη!’’

Άνεμε, Ουρανέ. Σύννεφα.

Γλυκειές, χαρούμενες μορφές

Μου χαμογελούν

Με χαϊδεύουν

Δέντρα. Θάλασσα.

Τ’ αδέλφια μου.

Μου τραγουδούν

Μου  γλυκομιλούν.

 

‘’Συγχωρείστε με αδέλφια

Ξέπεσα. Γυρνόφερνα

                                       με τον πόλεμο

Συγχωρείστε με’’

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΤΡΙΔΑ

Τι είναι Πατρίδα;

Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά;

Μην είναι οι πέτρες, το νερό, το χώμα ;

Ή μήπως τ’ αγέρι που φυσά

και η βροχή που πέφτει ;

Ή το ελεύθερο πουλί

            που στο βουνό πετά ;

Αναρωτιέμαι,

                          σκέφτομαι

                                               και κρίνω;

Πατρίδα είναι όλα αυτά

          κι ακόμη είναι οι άνθρωποι

                       που τη ζωή τους δίνουν

                                 το αίμα

                                               τον ίδρωτα τους

για τη δική τη προκοπή

             για τη δική τη χάρη

                       για λευτεριά του τόπου

Είναι το γάλα τ’ ορφανού

          το   φάρμακο τ’ αρρώστου

Είναι η μάνα του παιδιού

          και το ψωμί του εργάτη

Είναι η χαρά του έρωτα

           και το φιλί της πρώτης μας αγάπης.

ΚΥΠΡΟΣ

Κύπρος μου πανέμορφη

και πολυξακουσμένη

που σμίξαν όλες οι ομορφιές

και φτιάξαν το κορμί σου.

Βουνά, λαγκάδια, ποταμοί

παντού σε αγκαλιάζουν

και οι αφροί της θάλασσας

γύρω σου τραγουδούν.

Τα κάλλη σου είναι θαυμαστά

μα ξακουσμένο ένα.

Η λεβεντιά των γιών σου.

Παλεύουν ασταμάτητα,

πληγώνονται, πεθαίνουν,

μα πάλι ανασταίνονται

και ξαναπολεμάνε.

Βάλανε μέσα τους σκοπό

κι ορκίστηκαν με φλόγα:

Ή θα πεθάνουν όλοι τους

Ή θα Σε λευτερώσουν.

 

 

 

 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τι θέλουν τούτ’ οι ξένοι

      που βυζαίνουν το κορμί σου

              Κύπρος γλυκειά μου αγαπημένη ;

Γιατί λεκιάζουν τ’ ακρογιαλιά σου;

Γιατί κουβαλήθηκαν μ’ όλα

          τα κάλλη και τη δύναμη τους

                το μίσος των ματιών τους

                    και το τρόμο των θωρακισμένων τους ;

Δεν ξέρουν πως το κορμί σου

             είναι για τρυγητούς και  για χορους;

Δεν το μάθαν πως είσαι φτιαγμένη

             για αγάπες και χαρές ;

Να τους το πούμε αγαπημένη

         Εσύ για μας

              Εμείς για σένα

                      Άλλους δεν θέλουμε

                             να κλέβουν το ψωμί μας.

                                   Να σκοτώνουν

                                        το πράσινο της γης μας.

                                            Να δολοφονούν

                                                   την Ειρήνη μας. 

                                                         Ναι,

                                                               Την Ειρήνη μας.

 

Ας έλθουν να βαφτίσουν μαζί μας

            στην κολυμπήθρα της Ειρήνης.

Ας έλθουν σαν Άνθρωποι

Είμαστε Άνθρωποι.

         Θα τους ανοίξουμε

               τη πόρτα της καρδιάς μας

                         θα τους δώσουμε

                                  τη καρδιά μας.

Ας έλθουν σαν Φίλοι.

           Θα τους χαρίσουμε

                    το κλειδί του Είναι μας.

                           Θα τους δωρίσουμε

                                         το Είναι μας.

Όχι σαν ξένοι.

         Θα κλείσουμε τα σύνορα

                  της καρδιάς μας.

                        Θα τους αφήσουμε έξω

                                 απ’ τη ψυχή μας.

                        Θα τους στολίσουμε

                                 με  τ’ αγκάθια

                                    της καταφρόνησης.

Ξέρουμε να τραγουδούμε 

                      την Αγάπη

                 Θέλουμε να τραγουδούμε

                                        την Χαρά.



*

ΚΥΚΛΟΣ (μεταπολεμικός)

                                                       (Στον πατέρα μου)

Χτες

        δέναμε τα θεμέλια

                 για να χτίσουμε τη φωλιά μας. 

        Φτιάχναμε πόρτες και παράθυρα

                 για να φυλάξουμε την ευτυχία μας.

Σήμερα

        κατάστρεψαν όλες τις φωλιές

                 απ’ τα θεμέλια

         κλέψανε την ευτυχία μας

                  παραβιάζοντας τις πόρτες.

Αύριο

        θα φτιάξουμε πύργους

                  με ατσάλινα θεμέλια

        και την ευτυχία μας

                  θα την φυλάξουμε

                              στα βάθη

                                          της καρδιάς μας.

 

 

 

 

 

 

ΜΗΝΥΜΑ

                                                      (Στο Φοίβο Μεράνο)

Τούτη η νύκτα

              στη ξένη γη

λες και είναι δίδυμη

              με κείνες τις καλοκαιριάτικες

                          του Βαρωσιού μας,

                                   αδελφέ μου.

Ακάλεστες οι θύμησες

                      κουβαληθήκαν:

                οι ατέλειωτοι θαλασσινοί

                           περιπάτοι μας,

                                το γέλιο σου

                                     σαν φεγγαριού ακτίνα.

 Η βεβαιότητα σου:

    ‘’ Όλους μας χωρεί τούτος

           ο μικρός πανέμορφος τόπος.

                       Μην μας το κλέψουν.΄΄

Ναι, φίλε μου

Δεν ήθελες

    να μας κλέψουν τη γαλήνη

                                και τη φιλία μας.

Σε χάσαμε,

                όπως χάσαμε

                        την ολόχρυση αμμουδιά μας 

                            και την ησυχία μας.

Ναξερα,

             αδελφέ μου,

                            πουναι κρυμμένη

                                    κείν’ η πεποίθηση σου,

                                                  το γέλιο

                                    και η ολόθερμη καρδιά σου.

Θα σου στελλα

                    μ’ ένα ολόλευκο περιστέρι

                                  το μήνυμα

                                          πως πάντα

                                            Σε καρτερούμε.

 

 

 

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ

Κείνα τα ξενοδοχεία τα πανύψηλα

που ερχόταν οι ξένοι να τα χαρούν,

να θαυμάσουν τη λεβεντιά της νιότης μας

και το πλούτο της φιλοξενίας μας.

 

Κείνο τ’ ακρογιάλι το πανέμορφο, το πολύχρωμο,

που δρόσιζε κι’ ατσάλωνε

εμας και τα παιδιά μας

τους δικούς και τους ξένους μας.  

 

Κείνες οι πέτρες οι αρχαίες της Σαλαμίνας

που μεσ’ τα χρόνια και τους αιώνες

μαρτυρούν την προέλευση μας

και στέκουν φύλακες πιστοί της Ιστορίας μας.

 

Κείνες οι γείτονες της εργατιάς

με το τραγούδι και το χαμόγελο

το γιασεμί και τους λεμονανθούς

με την καρδιά την απέραντη.

 

Κείνα να μνήματα τα νιόσκαφτα

που φύλαγαν τους νεκρούς μας

άβουλους ήρωες των τελευταίων ημερών.

 

Κείνα

           κείνα

                       κείνα………………………………….

Δεν κλαίμε,

            Αμμόχωστος αγαπημένη.

                            Πονούμε,

                                          Μα δεν ξεχνούμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΙΘΑΚΗ

Έχω αφήσει την καρδιά μου στην Ιθάκη

και τώρα , σαν άλλος Οδυσσέας, πολεμώ

πότε θα βρω ένα καράβι να με φέρει

στο τελευταίο του λυτρωμού μου το λιμάνι.

 

Κουράστηκα απ’ της θάλασσας το παιδεμό

και τις πολλές των σειρήνων παγίδες.

Αναρωτιέμαι αν η ψυχή μου έχει σώμα,

Αν έχω χέρια, πόδια ή κεφάλι.

 

Θεοί βοηθιέστε  ένα άμοιρο πιστό.

Ποσειδώνα, κύλισε μου το καράβι,

Φούσκωσε τα πανιά της ζωής μου

Οδήγησε με στη πολυπόθητη Ιθάκη.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου