Δυο ξίφη πάντα κουβαλώ
το ένα νέκταρ στάζει
μα τ' άλλο είναι κοφτερό
αίμα και δάκρυ σταζει.
Το αίμα ειναι της καρδιάς
το δάκρυ της ψυχης μου
που όταν αβάσταχτα πονά
νέχταρ ζητά η πληγή μου.
Και κάνω επιστράτευση
της γης όλα τα κάλλη
ζητώ απ΄όλους άφεση
μα μέσα μου μια πάλη.
Με ψάχνουνε κάτι παιδιά,
Πού χάθηκες φωνάζουν;
Παιδιά κατώτερου Θεού
τον ποιητή τους κράζουν.
Αρπάζω τ' άλλο και κτυπώ
τέρατα και διαβόλους
διπλή η κόψη του, πονώ
μ' αλλάζω αμέσως ρόλους .
Μπαίνω στην θέση του παιδιού ,
άλλο δεν περιμένω
νιώθω τον πόνο τ αλλουνού
για με δεν είναι ξένος...
Ξέρω τι πα 'να πει σκλαβιά
στην ίδια σου την χώρα
ακούω το κλάμα απ τα παιδιά
Κ̌άθε στιγμή και ώρα.
Ακούω νεκρούς να βρίζουνε
που τους ξεχάσαν όλοι
τα σωθικά μου σκίζονται
που κυβερνούν διαβόλοι.
Τι σόι είμαι ποιητής
το δίκιο αν δεν φωνάξω
και για τα τέρατα της γης
ξίφος αν δεν αρπάξω;
Χρέος έχει ο ποιητής ,
η πένα η δύναμη του
κληρονομιά πάνω στη γη
ν ' αφήνει την κραυγή του...
Ειρήνη Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου