Εισαγωγή:
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ανάλυση συγκεκριμένων αποσπασμάτων του ποιητικού έργου ‘’Το Μονόγραμμα’’ του Οδυσσέα Ελύτη. Σε αυτά τα αποσπάσματα υπάρχουν λέξεις-σύμβολα, που ο ποιητής απογυμνώνει την παραδοσιακή τους έννοια, προσδίδοντας τους μια αναζωογονημένη διάσταση, μέσω των δικών του αντιλήψεων για την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπινου όντος και της ζωής. Εν συνεχεία, θα γίνει καταγραφή κάποιων νέων ηθικών νορμών που εισάγει ο ποιητής μέσω του συγκεκριμένου ποιήματος, συγκριτικά με ορισμένες παραδοσιακές-συντηρητικές κοινωνικές νόρμες που αφορούν το ερωτικό συναίσθημα, το οποίο είναι διάχυτο σε όλο το ποίημα.
Εισαγωγικά στοιχεία του ποιήματος:
Η λέξη ‘’μονόγραμμα’’ αποτελεί το σύμπλεγμα δύο ή περισσότερων γραμμάτων για την δημιουργία μιας σφραγίδας. Έτσι, ο τίτλος παραπέμπει στο αρχικά γράμματα των ονομάτων του ποιητή και της κοπέλας για να σφραγισθεί ο έρωτας τους για πάντα.
Είναι ένα ερωτικό ποίημα, γεμάτο πάθος, αποπνέοντας ταυτόχρονα νεανικότητα. Αποτελεί ουσιαστικά, την ερωτική εξομολόγηση του ποιητή προς μια κοπέλα, η οποία είναι υπαρκτό πρόσωπο χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα της. Η κοπέλα αυτή έχει πεθάνει αλλά ο ποιητής δεν γράφει τις αιτίες θανάτου της.
Eπίσης, το ποίημα αυτό διαφοροποιείται από προηγούμενα ποιητικά έργα του Ελύτη, καθώς σε αυτό δεν υπάρχει το στοιχείο της έντονης σεξουαλικής ορμής, αλλά η αναζήτηση της αμοιβαίας αφοσίωσης (MarioVitti 1984:315).
Σε όλο το ποίημα υπάρχει αριθμητική πειθαρχία με την διάρθρωση του σε επτά ενότητες με αυξομειούμενο αριθμό στίχων, πάντοτε πολλαπλάσιο του επτά με συμμετρική διάταξη: επτά στίχοι η πρώτη ενότητα, είκοσι ένας η δεύτερη, τριάντα πέντε η τρίτη, σαράντα εννέα η τέταρτη, τριάντα πέντε η πέμπτη, είκοσι ένας η έκτη και επτά η έβδομη. Αυτή η αυστηρή αριθμητική πειθαρχία αποβλέπει στο να ελεγχθεί και να υποταχθεί ότιαπό την φύση του τείνει να είναι διάχυτο , ατίθασο και απειθάρχητο, το ερωτικό συναίσθημα (ΜarioVitti 1984:316).
Ανάλυση στίχων:
‘’Θα πενθώ πάντα-μ’ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο’’
Το ρήμα ‘’μ’ακούς;’’ δείχνει αβεβαιότητα και ένα αναπάντητο ερωτηματικό για το αν η κοπέλα μπορεί να τον ακούσει. Παράλληλα, δηλώνει και την πίστη του ποιητή ότι η φωνή του βρίσκει ανταπόκριση στα αυτιά της κοπέλας, καθώς συνεχίζει να της μιλά. Μετέπειτα, όπως θα δούμε και παρακάτω, αυτή η πίστη μεγαλώνει, με το ρήμα ‘’μ’ακούς’’-στην μέση του ποιήματος-, να επαναλαμβάνεται σχεδόν στο τέλος κάθε στίχου, με φορτισμένες συναισθηματικά λέξεις, όπου όλες μαζί αποτελούν την ερωτική εξομολόγηση του ποιητή προς την κοπέλα.
‘’Για σένα μόνος στον Παράδεισο’’. Ο παράδεισος κοινά είναι συνυφασμένος με την θρησκευτική και εκκλησιαστική παράδοση, ο οποίος υπάρχει στα ουράνια. Είναι ένας ιδεατός τόπος, όπου μπορεί κάποιος να τον γνωρίσει μετά θάνατον, με προϋπόθεση να έχει προβεί σε καλές πράξεις όσο βρισκόταν εν ζωή, αλλά και να τον διακατείχαν αθώα συναισθήματα. Στην ελυτική ποίηση ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Ο Παράδεισος είναι επίγειος και κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να τον πλάσει όπως επιθυμεί, καθώς αποτελεί προσωπικό χώρο του καθενός και ονομάζεται Ζωή. Έτσι με βάση τους πιο πάνω στίχους, ο ποιητής φαίνεται να έχει δημιουργήσει τον δικό του επίγειο παράδεισο, όπου θέση είχαν και οι δύο. Μετά τον θάνατο της κοπέλας ο Παράδεισος συνεχίζει να υπάρχει αλλά αυτή την φορά με μόνο κάτοικο τον ποιητή.
‘’Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρείς φορές το μωβ, τρείς μέρες πάνω από
τους καταρράχτες’’
Ο ποιητής καταγράφει τις αναμνήσεις ενός καλοκαιριού που πέρασε μαζί με την κοπέλα. Η ανεμώνα αποτελεί στοιχείο του φυσικού πλούτου. Είναι ένα λεπτοκαμωμένο μωβ λουλούδι, που εύκολα ο άνεμος παίρνει τον ανθό και για λίγα δευτερόλεπτα τον κάνει να αιωρείται. Η ανεμώνα του ποιήματος, προσγειώνεται στο χέρι της κοπέλας και έτρεμε τρείς φορές το μωβ, τρείς μέρες πάνω από τους καταρράχτες. Ο αριθμός τρία λειτουργεί ως σύμβολο και με βάση την ανάλυση του MarioVittiσυμβολίζει τον ουρανό ( MarioVitti 1984:50). Στην ελληνική παράδοση ο αριθμός τρία συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ στην καθημερινή ζωή λειτουργεί ως το έναυσμα για να αρχίσει μια διαδικασία.
‘’ Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας’’
Εισαγωγή νέων ηθικών μέσω του ποιήματος ‘’Το Μονόγραμμα’’:
1) ‘’Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος’’(σελ.14) :
Ο Ελύτης σε αυτό το ποίημα, γνωρίζει τον κόσμο ξανά από την αρχή, μέσα από ένα κομμάτι ύφασμα το οποίο προφανώς φορούσε η κοπέλα. Ξεφεύγει από τους συνηθισμένους τρόπους αντίληψης και κατανόησης του κόσμου ( π.χ. βιβλία, σχολείο κ.α.), εστιάζοντας σε δικά του βιώματα, χρησιμοποιώντας τον χώρο τον αισθήσεων, κάτι που φαίνεται με την χρήση του ρήματος ‘’άγγιξα’’. Συνήθως, τα νεογνά είναι αυτά που τείνουν να γνωρίζουν τον κόσμο μέσω της παρατήρησης, πειραματισμού και κατ’ επέκταση των αισθήσεων. Δεν έχουν Λόγο και έτσι τα πιο πάνω τρία στοιχεία είναι τα μοναδικά τους εργαλεία για μια πρώτη εξερεύνηση του περιβάλλοντος τους. Δεν έχουν το αίσθημα της ενοχής και ότι κάνουν είναι δικαιολογημένο με την απουσία της λογικής σκέψης. Ο ποιητής μέσα από μια αναπαρθενεμένη ματιά επαναπροσδιορίζει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόποόπως και τα βρέφη. Βρίσκεται, δηλαδή, στην πιο αθώα και αγνή στιγμή η ζωή του ποιητή.
2) ‘’...στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος...’’ (σελ.15) :
Ο Ελύτης εντάσσει στον Έρωτα, μια φυσική λειτουργία του ουρανού. Η Πανσέληνος είναι ουσιαστικά η πιο φωτεινή στιγμή, όπου το ολόγιομο φεγγάρι έρχεται πιο χαμηλά και πλέον η φωτεινότητα του γίνεται ορατή, από όλα τα σημεία που μπορεί να βρίσκεται κάποιος. Κατά την διάρκεια της Πανσέληνου το σκοτάδι φωτίζεται περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της νύχτας. Με τον ίδιο τρόπο και η αγάπη του ποιητή συνεχίζει να εκφράζεται στον παρόντα χρόνο(‘’μπαίνω’’), προς την κοπέλα. Θεωρεί ότι αυτός ο έρωτας έχει την ίδια φωτεινότητα και καθαρότητα με την Πανσέληνο και βρίσκεται στην πιο ολοκληρωμένη του στιγμή.
3) ‘’ Ακουστά σ’εχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το ‘’τι και το ‘’ε’’ :
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακούς; ‘’ (σελ.16) :
Ο ποιητής, ασκεί κριτική στην τότε συντηρητική κοινωνία και τα μέλη της, που δεν μπορούν να δεχτούν το οτιδήποτε πέραν του συνηθισμένου. Έτσι, ο ποιητής ενώ θέλει να εκφράσει την αγάπη του για αυτή την κοπέλα και να εξωτερικεύσει το όλο συναίσθημα που νοιώθει. Εντούτοις, δεν μπορεί να το κάνει διότι η σχέση τους έχει κάτι διαφορετικό, το μη οικείο το οποίο οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν, χωρίς όμως ο ποιητής να διευκρινίζει τι είναι αυτό το αλλιώτικο της σχέσης τους.
7) ‘’Θα’ρθει μέρα, μ’ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ’ακούς ‘’ (σελ. 17) :
Ο Ελύτης για ακόμα μια φορά ξεφεύγει από την παραδοσιακή εκκλησιαστική αντίληψη ότι οι άνθρωποι όταν πεθάνουν πηγαίνουν στο Παράδεισο ή την Κόλαση, αναλόγως των πράξεων τους. Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν την μορφή λαμπερών πετρωμάτων όπου θα καθρεφτιστεί η απονιά των ανθρώπων, τους οποίους όπως ανέφερα και πιο πάνω κρίνει για την συντηρητικότητα τους. Αργότερα, θα διασπασθούν σε μικρά κομμάτια και θα πέσουν στο νερό που τόσο πολύ αγαπούσε ο ποιητής και που ήταν μάρτυρας του έρωτα τους.
8) ‘’ Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς ‘’ (σελ. 18) :
9) ‘’ Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ακούς ‘’ (σελ.18) :
Με τον πόνο και την θλίψη που βιώνει ο ποιητής για τον χαμό της κοπέλας, έχει ήδη κερδίσει μια θέση στον Παράδεισο. Η κοπέλα όμως δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, διότι αν λάβουμε υπόψη την πιθανότητα να αυτοκτόνησε (παραλληλισμός με την Οφηλία), έχει διαπράξει αμαρτία. Έτσι, ο ποιητής αρνείται για αυτό του τον έρωτα ακόμα και τον ίδιο τον Παράδεισο και αυτό φαίνεται από την φράση ‘’ Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί...’’. Στοιχεία του Παραδείσου που επικαλείται ο ποιητής είναι: οι άγγελοι, οι Άγιοι που μαρτύρησαν επίγεια για την πίστη τους στον Χριστό, αλλά και οι νεκρώσιμοι ψαλμοί.
10) ‘’ Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι ‘’ (σελ.21) :
Το χέρι του ποιητή παρακινείται από τον Θεό, χαϊδεύοντας τρυφερά, απαλά, αθώα αλλά και με ευλαβικότητα θα λέγαμε, το πρόσωπο της κοπέλας, προσέχοντας να μην την τρομάξει και ζητήσει την ελευθερία της. Σε αυτό τον στίχο, ο ποιητής και πάλι ξεφεύγει από την λογική σκέψη, καθώς αναγνωρίζει τον Θεό όχι ως Δημιουργό του ανθρώπινου γένους, αλλά ως προσωπικό του οδηγό στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την κοπέλα.
11) ‘’ Έτσι σ’εχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Και να παίζει με τ’άσπρο και το κυανό η ψυχή μου ‘’ (σελ. 23) :
Ο ποιητής επιζητεί την αθωότητα του χρόνου, που θα του απαλύνει τον πόνο και την θλίψη που νοιώθει. Με αυτό τον τρόπο η ψυχή του ποιητή θα βρει την πρωταρχική της γαλήνη, και αυτό φαίνεται με την αναφορά στα χρώματα άσπρο και κυανό, τα οποία είναι τα κατεξοχήν χρώματα της αγνότητας και εκφράζουν μια ισσοροποιημένη ηρεμία, κάτι το ονειρικό και παραμυθένιο.
12) ‘’ Έχω ρίξει μες στ’άπαταμιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο ‘’ (σελ. 25) :
Αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος, όπου φαίνεται ότι πλέον ο ποιητής έχει αποδεχτεί τον θάνατο της κοπέλας. Μιλά για τον επίγειο Παράδεισο όπως έκανε και στους αρχικούς στίχους του ποιήματος, στον οποίο βρίσκεται πλέον μόνος του και επιβεβαιώνει τα πρώτα του λόγια ‘’θα πενθώ πάντα -μ’ακούς- για σένα μόνος στον Παράδεισο’’. Πλέον θα βλέπει την νεφέλη της κοπέλας να περνά στο νερό, χωρίς να μπορεί να την αγγίξει ή να της μιλήσει και αυτό πληγώνει ακόμα περισσότερο τον ποιητή που συνεχίζει να πενθεί την αγάπη του.
Επίλογος:
Ο ποιητής δίνει την μορφή του Έρωτα μέσα από την γυναίκα. Υπήρχε και θα υπάρχει πάντα ο Έρωτας γιατί η δύναμη του είναι οικουμενική και διαχρονική. Οι νέες ηθικές που εισάγει, πολλές φορές ξεπερνούν τα λογικά ανθρώπινα όρια και με αυτό τον τρόπο προτρέπει τον αναγνώστη να μην κλείσει τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο σε τείχη ηθικής και λογικής τα οποία θέτουν οι κοινωνίες ως νόρμες συμπεριφοράς. Κατά την άποψη μου, αξιοσημείωτο σε όλο το ποίημα είναι το γεγονός ότι, ενώ ο ποιητής πενθεί, δεν ξεπέφτει σε μοιρολατρίες, παράπονα και πένθιμους σπαραγμούς. Αντίθετα, συνεχίζει να εκφράζει τον έρωτα του για την κοπέλα, σαν να βλέπει την μορφή της, ενώ είναι σίγουρος ότι η φωνή του βρίσκει ανταπόκριση σε αυτήν. Τέλος, ο ποιητής εσκεμμένα αφήνει κάποια κενά και ασάφειες στο ποίημα( δεν αναφέρει το όνομα της κοπέλας και τα αίτια θανάτου της), για να μπορέσει ο αναγνώστης να ταυτιστεί με αυτή την ιστορία αγάπης όπου ακόμα και ο θάνατος δεν κατάφερε να την αποδυναμώσει.
κοπέλας. Παράλληλα, αυτή η ποιητική εικόνα είναι διάχυτη από αισθήσεις, όπως είναι η ακοή και η αφή την οποία ενσαρκώνουν το φιλί και το χάδι.
4) ‘’ Πάντα εσύ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ’’ (σελ.15-16) :
Σε αυτούς τους στίχους παρατηρείται μια αλληλουχία παράλογων συνειρμών, πέραν της ανθρώπινης λογικής. Ο ποιητής όπου κι αν κοιτάξει, ακόμα και σε εξωτερικά αντικείμεναπου για χρόνια ήταν στην ίδια θέση(φανάρι, πλεούμενο, άγαλμα, παντζούρι) και τα έβλεπε ως είχαν, πλέον στην θέση τους αντικρίζει την μορφή της κοπέλας, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Η ιδέα στη σκέψη της κοπέλας που έχει αποβιώσει, αλλά και η πίστη ότι με κάποιον τρόπο τον ακούει, έχει γίνει για τον ποιητή εμμονή. Παράλληλα, η όλη αυτή παραλογία περιλαμβάνει και λειτουργίες του ουρανού που τις βλέπουμε ή τις νιώθουμε, αλλά δεν μπορούμε να τις αγγίξουμε (π.χ. αστεράκι, αέρας). Ο ποιητής στην θέση του άστρου βάζει την κοπέλα, ενώ στην θέση του αέρα βάζει τον εαυτό του.
5) ‘’ Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή’’ (σελ.16) :
Ο ποιητής συνδέει την διάρκεια φυσικών λειτουργιών του Σύμπαντος, με την ελάχιστη αναπνοή της κοπέλας. Προσδίδει, στο ερωτικό συναίσθημα μια καθολικότητα και οικουμενικότητα, όπως είναι, δηλαδή, και τα πιο πάνω φυσικά στοιχεία που αναφέρονται στο απόσπασμα. Μπορεί να συμβαίνουν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα σε κάθε ημισφαίριο, όμως δεν παύει να συμβαίνουν αιώνια.
Βιβλιογραφία:
1)MarioVitti . 1984. Οδυσσέας Ελύτης, κριτική μελέτη
Εκδόσεις: ΕΡΜΗΣ
2)Γιάννης Η. Ιωάννου . 2000. Χωροχρονικά στην ποίηση
Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
3)Οδυσσέας Ελύτης. 2013. Το Μονόγραμμα
Εκδόσεις: ΙΚΑΡΟΣ 18η εκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου