Εν’ μόνος μου
που τ’ άρκεψα,
είχα
στενοχωρίαν
τζιαι που την
πρώτην την ρουφκιάν
εγλύκανέν μου
τον σεβντάν
τζι έκαμα
συμφωνίαν.
Εγίναμεν
φιλούθκια θκυο,
αέρκια
κολλημένα
πεινώ διψώ,
κλαίω γελώ
έχω τον για
παραστατόν
με την ζωήν
μου έναν.
Θκιαβάζω,
γράφω, σκέφτουμαι,
αρέσκει μου,
τραβώ τον
εν το χωρεί
τούν’ το μυαλόν
να ζιω ζωήν
δίχα καπνόν
ξυπνώ τζιαι
προσκυνώ τον.
Κιστίζουν,
αζουλεύκουσιν,
έχουν μας
ταραμένους!
Εν μ’ έπιαεν ο
καϊλές·
μ’ έναν
τσιάρον τζιαι καφέν
έχω τους
ξηγραμμένους.
Βάλλουν
λαπόρτα ξώδικα,
εν τζιαι του
γελασμάτου
να μας
χωρίσουν τζιαι καλά
μεν δούσιν
άλλον να γελά
κατύσιη του
πλασμάτου!
Πως εν’ να
ζήσω πκιο πολλά,
οι όξυπνοι
λαλούν μου
να πλήσσω, να
’μαι σαν τ’ αρνίν
να ζιω ζωήν,
παλιοζωήν
να μαλλωθώ του
νου μου.
Άγιε μου
Τσιάρε μου,
έχω το τάξιμόν
μου·
η συφφωνία
παρπατά
τζι εν’ να τον
κάμω σιμιθκιάν*
όποιον σταθεί
ομπρός μου.
Εν’ να πεθάνω
να χαθώ,
τα μαύρα τα
κλεισμένα!
Αήστε με
ωσότου ζιω
να πίννω να
παρανομώ
έννεν ζωή μ’
εμέναν;
Στυλλής
Γιωρκήκαρφης
* σιμιθκιά
(η): σισαμένη κουλλούρα
Πηγή:
Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (27 Σεπ 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου