Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

«Ένα ποίημα για τους Πρόσφυγες» Λάρνακα, Πολυχώρος Αποθήκες Αγίου Λαζάρου





















Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 21 Μαρτίου (Παγκόσμια ημέρα Ποίησης) 
και ώρα 7.00 μ.μ. στον Πολυχώρο Αποθήκες επί της οδού Αγίου Λαζάρου 81-83, 
Λάρνακα η εκδήλωση με τίτλο: «Ένα ποίημα για τους Πρόσφυγες» 
που πραγματοποιήθηκε  ταυτόχρονα  σε 18 άλλες χώρες, 
υπό την αιγίδα της αντιπροσωπείας στην Κύπρο 
της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες. 


Την ευθύνη της εκδήλωσης είχε η Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας 
«Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού». 
Χαιρετισμό απηύθυνε ο  γραμματέας της Πολιτιστικής Κίνησης 
κ. Αντρέα Τιμοθέου. Στα πλαίσια της εκδήλωσης προβλήθηκαν 
δύο μικρού μήκους ταινίες σχετικές με το δράμα των προσφύγων, 
ενώ οι  Τέα Χατζηκυριάκου και Antony Ellis μοιράστηκαν 
με τους παρευρισκόμενους  τις εμπειρίες τους. 
Ποιήματα απήγγειλαν  οι παρακάτω (με αλφαβητική σειρά) ποιητές: 



Χρήστος Αργυρού, 

Δημήτρης Γκόγκας, 

Στέφανος Ζυμπουλάκης, 

Κώστας Κατσώνης, 

Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης, 
Γιώργος Μαυρομάτης, 
Αφροδίτη Οικονόμου, 
Μαρία Παπαστεφάνου,
Λούης Περεντός, 

Ειρήνη Σιδερά, 

Ανδριανή Σουρή, 

Αθηνά Τέμβριου, 

Ελένη Τυρίμου, 

Ανδρέας Τιμοθέου.

Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα ποιήματα ήταν εμπνευσμένα 
από τη δική μας προσφυγιά, την προσφυγιά της Κύπρου. 
Όμως δεν μπορούσε ο ακροατής παρά να αισθανθεί 
τη δύναμη του πόνου, τη δυστηχία, το δράμα των προσφύγων της Συρίας. 
Μιας μετακίνησης προσφύγων που όμοιά της είχε να ζήσει η Ευρώπη 
από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Σ΄αυτή την προσέγγιση βοήθησαν 
οι φωτογραφίες που προβάλλονταν κατά την διάρκεια των απαγγελιών  
του Γιώργου Κυβερνήτη και του Αχιλλέα Ζαβαλλή, καθώς 
και τα έργα της της εικαστικού Τέας Χατζηκυριάκου 
που εκτίθεντο στον χώρο και είχαν ως θέμα την προσφυγιά. 


Παρακάτω αναρτώνται  ποιήματα των  συμμετασχόντων ποιητών:

ΠΕΤΡΕΣ

του Χρήστου Αργυρού

Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.

Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.

Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.

Μάρτιος 2014


***

Η γυναίκα με την μπούρκα
του Ανδρέα Τιμοθέου 



Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,

βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ’σπρωξε

μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.

Πέρασε μέσα διακριτικά,

όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.


***


ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ 

του Στέφανου Ζυμπουλάκη 


Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
(το ξέρω, 
πως στην καρδιά σου μέσα 
ακούγεται η φωνή μου
με λίγους στίχους 
που χτενίσανε το θάνατο
και βάφτηκαν με αίμα) 
χωρίς πατρίδα πια
χωρίς ταξίδια
και θα σου πω στη γλώσσα των δακρύων.
Ιδού ο δρόμος μας.
Ιδού η φυγή μας. 
Θ ακλάψεις.
Η εξορία σκληρή μας περιμένει 
να γιορτάσει με το δάκρυ μας
Και τα παιδιά 
σε ποιά ελιά ή αντίσκοινο 
θα καταχωρηθούνε;
Απόψε ανάμεσά μας τριγυρνά 
λίγος Θεός ακόμη
καθώς η επίρροια του φωτός 
ζεσταίνει τα μάτια μας
και την καρδιά μας. 

Τώρα που κράτησε ψηλά 

τ΄ αμαξηλάτη το κεφάλι 
η ζωή θα πάρει το νερό της βρύσης. 
Θα βρει τη μνήμη λιπαρή 
σε δωρική αλυσίδα
και μέσ΄ απ΄ τους διάφανους
ερωτισμούς του "LIEBERSTRAUM"
μεδούλι ο έρωτας, κι ολοταχώς
οι μέλισσες μαδάνε τους βλαστούς.
Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄ τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο 
κι απ΄  την αρχή 
θα βάλεις με τα χέρια σου πηλό 
να ξανακτίσεις τη φωλιά σου 
καθώς αλλιώτικο το φως 
θα χώνεται για βλάστηση στη γη 
καθώς στο χώμα 
θα φυτρώνουν οι καρδιές μας.

***


Βήματα …
                             Αθηνά Τέμβριου

Περπατά βιαστικά προς τα σύνορα ψευδαισθήσεων,
κυνηγημένος, με τον φόβο να στάζει στο χιόνι πορφύρα,
μ’ ένα τσουβάλι αναμνήσεις στους κυρτούς ώμους.
Στο δεξί του χέρι ερείπια, σκόρπια σκόνη και πρόκες.
Στ’ άλλο ένα παιδί, με τα μάτια καρφωμένα στη γη.
Πώς ν’ αντικρύσει ξανά την πατρίδα
με τον ξένο σπόρο στα σπλάχνα της?
Ο κόσμος σαν φύλλα ριγμένα στο χώμα
κι αυτός ο άνεμος, ο  εξ ανατολής,
μανιασμένος συρρικνώνει το γκρίζα περάσματα.

Τα παιδιά είναι πουλιά μαρτυρά ένα βλέμμα,
μα ο ουρανός μαβής κι αλλοπρόσαλλος
σαν τον χειμώνα, τον παραμορφωμένο Πολύφημο.
Που να κρυφτείς ‘Οδυσσέα’;  Τα τραίνα είναι γεμάτα
κορμιά, οι οσμές θυμίζουν ακόμα πολέμους, ολοκαυτώματα.
Οι βαριές ανάσες των υπευθύνων βρωμάνε,
δεν αχνίζουν ανοχή ή ενοχή·
σκέψεις - φίδια  σέρνονται γύρω κι οδοιπορείς
με τους στρατούς ανάμεσα σε μέρα και νύχτα.

***

Παιδική απορία

του Κώστα Κατσώνη 

Ξέγνοιαστα παίζαν τα παιδιά
μες στου χωριού τα καλντερίμια.
Δεν άκουσαν ποτέ για προσφυγιά,
για όνειρα χαμένα, για συντρίμια.

Ξέραν παιγνίδια μπόλικα
και παίζανε στις γειτονιές τους,
όλα τα ζούσαν όμορφα κι αλλιώτικα
κι ήταν ολάνοιχτες στο γέλιο οι καρδιές τους.

Έτσι κυλούσε όμορφα η ζωή
στην Κύπρο τη θαλασσοφιλημένη,
ώσπου ζηλέψαν τα παιδιά μας οι «κακοί»
τη μέρα εκείνη την καταραμένη.

Τα ξέγνοιαστα παιδάκια του σχολειού
στην προσφυγιά βρεθήκαν σκορπισμένα
στη θύελλα του άδικου χαμού
πεντάρφανα πουλιά ξεκληρισμένα.

Σαν χελιδόνια σκόρπισαν
που’ χασαν ξάφνου τη φωλιά τους,
σαν ρόδα που οι άνεμοι τα σκόρπισαν
χωρίς να  κλέψουνε την ευωδιά τους.

Μα’ χουν  μιαν απορία στη ματιά
και τους μεγάλους πάντα θα ρωτάνε :
Ποιοι,  Θεέ μου, κάναν πέτρα την καρδιά
και τα παιδιά τα θέλουν να πονάνε;
                                                            (1975)

***

Μετανάστες

του Κωνσταντίνου Κακολογιάννη

Πεταμένος στο κατάστρωμα ενός σαπιοκάραβου,
που παλεύει με τα κύματα της θάλασσας
που σαν αγρίμι που γλυκοκοιτάζει το θήραμά του
ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον σε μια κοινωνία
που δεν τον αγαπά, γιατί ξέχασε τη δικιά της ξενιτιά,
και δακτυλοδεικτούμενος θα παίζει το κεφάλι του
κορώνα – γράμματα
για ένα κομμάτι ψωμί
με μόνη συντροφιά τα ποντίκια σε μια λιγδιασμένη κάμαρα,
ποντίκια, που θα καραδοκούν να αποκοιμηθεί για να τον
φάνε
κι αυτός λαγοκοιμισμένος θα προσεύχεται σ’ ένα Θεό
που τον ξέχασε…
Εκεί στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου,
«Ελπίς» το όνομά του... Τι ειρωνεία,
να κρατά το σύντροφο της περιπέτειας, νέο, λαμπρό και με
πτυχία·
μισοτρελαμένος ή ολοφοβισμένος;
Θέλει να πηδήξει στην θάλασσα, βλέπει τη νεκρή του μάνα
με ανοιχτές τις αγκάλες να τον φωνάζει...
Πεθύμησε το χάδι της
Ήρωας κι αυτός, οσιομάρτυρας, άφησε πίσω του πατέρα,
αδέλφια, γυναίκα, παιδιά,
για το άγνωστο...
Δεν μπορεί ακούσει τίποτα
μόνο το κλάμα των πεινασμένων του παιδιών σαν βουητό
τον τρυπά…

 ***
της Ειρήνης Σιδερά

Και τι θα γίνει με τα μάτια;
Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Γι’ αυτά που αντίκρυσαν να χάνονται
οικεία βλέμματα κι ανθρώπους
μιας γειτονιάς, μιας Χώρας που ΄χει πια ξεχαστεί.

Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Τα μάτια μες στο σαπιοκάραβο
πάνω στο φόβο
που σαν την αλμύρα της θάλασσας
έχει θρονιάσει
στα μαλλιά, στο πρόσωπο και στη ψυχή μας.
Τα μάτια πάνω στον Ωκεανό
για ένα σημάδι,
πάνω στις ανοικτές παλάμες
που κρατούν την απουσία και την αναμονή
στα σκαμμένα μάγουλα της απώλειας
και τ’ ανήσυχα βλέμματα των παιδιών.

Και τι θα γίνει με τα μάτια;
Καθρέφτες φοβεροί
χωρίς συγχώρεση, μήτε ανακωχή.
Αδιάλειπτα καταγράφουν
ανελέητα αναδύουν
την χρεωκοπημένη μας ευτυχία,
τον φόβο και τα πρόσωπα των νεκρών μας.

Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Απ’ αυτά
πώς να δραπετεύσεις...


***

Μοιρολόι- Διαμαρτυρία

της Αδριανής Σουρή 


Μικρό παιδί, σ΄ ελληνικό νησί
νεκρό στην αμμουδιά, αέρας το φιλά,
ο ήλιος το μοιρολογεί, το κύμα το χαϊδεύει.

-Αγόρι μου, παιδάκι μου
που ΄ναι το σπιτικό σου;
Η Μάνα σου, ο Κύρης σου
αφύλακτο σ΄ αφήσαν;
Κι ήρθε ο Άδης σ΄ άρπαξε,
δίχα να τον προσέξουν.

Μικρούλι κι ολομόναχο, πως βρέθηκες εδώ;
Οι νύχτες απορούν, οι μέρες το ρωτάνε.

-Ο πόλεμος,
σκότωσε και ερήμωσε
ότ΄ είχε κι αγαπούσε.
Με δίχα τους γονείς
βρέθηκε ξαφνικά,
στης προσφυγιάς τους δρόμους.
Απόκαμε, κουράστηκε,
μα πού Μανούλας αγκαλιά,
πουλάκι να κουρνιάσει;

Μπήκανε στην Τουρκία.
Σύγχυση, χαλασμός,
χιλιάδες πρόσφυγες,
πόνος χειροπιαστός,
πεινούσαν και διψούσαν·
ανεπαρκή τ΄ αντίσκηνα
κρύωνε, έκλαιγε
του ΄λείπαν οι δικοί του.

Σε φουσκωτό, προορισμός η Ευρώπη
Αχόρταγη, τους καταπίνει η θάλασσα,
και…
να το παιδί, σ΄ ερημικό νησί,
στην άμμο ξαπλωμένο.

Μια πεταλούδα περαστή,
στάθηκε μια στιγμή,
πετάρισε στο μάγουλο
το νεκροφίλημά της.



Κρινάκια του γιαλού,
του κάμπου παπαρούνες,
με ευωδιές με πέταλα
σκεπάστε τ΄ αγγελούδι.

Ελάτε νύφες του νερού
νεράιδες του δάσους
κύκλο και τραγουδήστε του,
άκλαυτο κι ακανάκευτο,
μη φύγει απ΄ τον κόσμο.

Ντρέπεται ο ήλιος κρύφτηκε.
Τα σύννεφα τον σκεπάζουν.
Μουντός ο ουρανός,
Δάκρυα ψιλοβρέχει…

Ο άνεμος φυσά,
ρωτά, ξαναρωτά,
γιατί τόσα παιδιά,
κακοποιούνται, χάνονται,
συχνά εκτοπίζονται,
χιλιάδες και πεθαίνουν;





9.03.016

Σ΄ όλα τα αδικοχαμένα
παιδιά του κόσμου.

***


Κάτω στη Πατρίδα που σίγησε 
του Δημητρίου Γκόγκα



Χθες η Πατρίδα σίγησε

Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.

Σήμερα η Πατρίδα σιωπά

Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.

Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.

Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδα τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες
Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 


---

Ποιος Νουρ Εντίν και ποιος Αμάρ;


της Μαρίας Παπαστεφάνου
Όποιος κρατάει τις απαντήσεις Τις ανταλλάζω με αντίσκηνα Και κρουασάν Κι ένα ταβάνι αστέρια Λοιπόν; Σε πόσες ανάσες χρόνο Η βάρκα βυθίζεται; Με πόσα σώματα νεκρά Ριζώνει η ελπίδα; Λες να υπάρχουν άνθρωποι Στης θάλασσας το τέρμα; Ή στον βυθό; Δανείστε μου ένα πέπλο Έγνοιες κεντημένο Να κρύψω την συνείδηση Κλαδέψτε τα χέρια Που απλώνονται κλαδιά Για να έρθει η ανάπτυξη Τις οίδε άλλωστε ποτέ Την Ειδομένη; Λοιπόν; Όλοι αυτοί οι αριθμοί Να είχαν κάποτε ταυτότητες λες; Να είχαν κάποτε ζωή, Και σπίτια και δουλειές και όνειρα; Λες να μπορούσαν να χορεύουν Και να ερωτεύονται; Και τα δικά σας πέπλα βλέπω Χειροποίητα και χρυσοκέντητα Και τα δικά σας χέρια βλέπω Άδεια από απαντήσεις Ποιος Νουρ Εντίν και ποιος Αμάρ; Ονόματα ξένα Προβλήματα ξένα Εδώ είναι Ευρώπη Το χώμα και οι πέτρες κι ο αέρας Μας ανήκει Κι αυτό ακόμα το νοητό σύνορο Κι αυτό μας ανήκει Εδώ είναι Ευρώπη Η ζωή συνεχίζεται…

***

ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ ΧΑΜΟΥ
της Ελένης Τυρίμου

 Κάθε λουλούδι ένα τραγούδι 
κάθε τραγούδι μια ευχή !
 για τις ψυχούλες που υποφέρουν 
λίγη ΕΙΡΉΝΗ μια προσευχή! 
Ζωές που χάνονται πριν ξεκινήσουν 
το φως του ήλιου καλά να δουν 
μπουμπούκια σε κάμπους χωρίς ντροπή 
έτσι απλά, απάνθρωπα τα μαδούν. 
Πουλάκια που θέλουν φτερά να ανοίξουν 
των γονιών τους τα χάδια λαίμαργα 
να νιώσουν, να αγγίξουν. 
Ψυχούλες του δρόμου στα μέσα του ουρανού 
παιδάκια του τέλους με νέα αρχή 
ανάμεσα στο απέραντο σύμπαν μορφή ωχρή. 
Κραυγές φόβου απόγνωσής, πριν στερέψει ο μαστός 
στον δικό σας τον τάφο βασιλεύει ο αστός. 
Διαμελισμένα όνειρα της προσφυγιάς το παιχνίδι 
αναμετριέστε στο μπόι του χάρου με πίκρα, οδύνη. 
Κουπιά και κατάρτια της μάνας η αγκαλιά 
των τρωάδων κραυγές, να ανεσπούν τα μαλλιά 
 της θάλασσας το άμοιρο μνήμα, του αγνώστου ο ξεριζωμός 
ματωμένες Ιθάκες στο άγνωστο ο γυρισμός. 
Της απάνθρωπης ανθρωπότητας μαύρη σφραγίδα 
εσείς οδηγητές στην ψυχρή καταιγίδα !

***

Σημείωση : Το πρόγραμμα παρουσίασε  η ηθοποιός Χρυστάλλα Καλλένου.
                    Συντόνιζε:  το «Ιδεόγραμμα»




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου