Χαράν πο’ ‘ν είδεν του παππού ωσπο’ ‘ζιεν η καρκιά του
τωρά ‘ννα δουν τ’αγγόνια του τζιαι τα δισάγγονά του.
Τέθκοιαν εκαρτερούσαμεν μέραν να ξημερώσει
την Τζιύπρουν την αλύτρωτην να την ελευτερώσει.
Η σκλάβα πο’ ‘ζησεν τζιαιρούς, στους ξένους που εβρέθην,
πόσον τζιαιρόν στα σίδερα κανεί πκιον, εβαρέθην.
Όσον τζιαν εν’ αρκόντισσα η μητριά της μιάλη,
μμα ‘ν’ άλλον πράμαν μεμ μου πεις της μάνας η αγκάλη.
Όσον τζιαν δείγν’ η μητριά καλόκαρτη πως ένι,
όπως τη μάνα δεν πονεί, γιατί εν’ γέννα ξένη.
Το γέλιος της διά ζωήν της μάνας τζιαι το δειν της!
Τζι έσιει τζιαι θάρρος περισσόν κοντά της το παιδίν της.
Τζι άμα ξυπνήσει την αυκήν, το φως που ‘ννα χαράξει
τζιαι τζιείνου πρώτη λέξη του: Μάνα εννά φωνάξει.
Σγιον είναι μες στην κούνιαν του που κλαίει άμαν πεινάσει,
την μάναν εν’ που καρτερά να πα να το βυζάσει.
Έτσι τζι η κόρη σήμερα την ώραν περιμένει
να την καλέσ’ η μάνα της τζι η ξένη εν’ πάντα ξένη.
Ούλλοι στο δημοψήφισμα, στον μυστικόν τον δείπνον,
τζι έγινεν νεκρανάστασις. Ξυπνάτε που τον ύπνον.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου