Το πρώτο (απο τρία) μέρη μιας ερωτικής ιστορίας.
Φίλοι τζιαι φιλενάδες μου
κρωστείτε τους σεβτάες μου,
πέρκι με λυπηθείτε.
Για τούντα πάθη που με τρών,
πέτε μου που έσιη γιατρόν
να γίανω, να χαρείτε.
Παφής ήμουν εφτά χρονών τζι επήαιννα σχολείον
τζι αρκίνησα τζι εμάνθανα το έναν τζιαι το δύο,
είχα μια συμμαθήτριαν
καθευατον ήτουν θεά,
όμως με φρένον λλίον.
Αμα τζιαι νιωθήκαμεν σχεδόν στην τρίτην τάξην
πάνω μου ποταυρίστηκεν,
σαν που την εφανίστηκεν
πως εννα με πειράξει.
Εννία χρονών μωρόν ήμουν τζι αμα τζι ετσίμπησεν με,
σαν που μου κακοφάνηκεν, ίσια κλαμούρησεν με.
Σηκώννουμαι που τζει χαμαί τζι είπουν το του δασκάλου
τζι έδωσεν της με την ροδκίαν
τζιαι κάτι πάτσους μες τ” αφκία,
να ξερα εν το λάλουν.
Το δείλις που σχολάσαμεν, λαλεί μου με μαράζιν,
ελάλουν πως ενν” αντραπείς,
εν τ” ορπιζα να του το πείς,
αλλ” ομως εν πειράζει.
Πο δα τζιαι δα εν παω καθόλου στο σχολείον
τζι οτι λος πλάσμα με ρωτά,
να του λαλώ για έρωταν
δικόν σου που “ννα φύω .
Αλλα να “ν εις την έννοιαν σου, όποτε ξησκολήσεις
τους πάτσους που φαα για σε, να μου τους ενθυμίσεις.
Λαλώ της, έν τζιαι κρώννουμαι τα λόγια τα δικά σου,
αν μ” ορκιστεις πως μ” αγαπας ετσι με τα καλά σου
φεύκω που τα τωρά τζι” εγιω,
με πλάκαν θέλω με κρογίον,
περνώ με τα φιλία σου.
Πα” στα νιννία των αμμαδκίων, που μπλέπει όρκισα την
τζι αμα τζι εδέχτην, είπεν μου τζιαι πρωτοφίλησα την.
Αμα τζιαι φεύκει που τζιαμαί, εχάθην ο μυαλός μου,
τα γράμματα τουν σκούντρα μου, ο δάσκαλος εχθρός μου.
Μα “ν ήτουν πλάσμαν του θεού, με κόρη με γισάφιν,
ορκίζουμαι το βάρος της αξίζει το χρυσάφιν.
Έσιη δκύο μάθκια, αθασωτά τζιαι τζεί που εννα δικλήσει ,
η πέτρα σπάζει τζιαι γεννά
νερόν τζι όποιος το πιεί εν γερνά
σκεφτείτε ήντα βρύση.
Οι βούτσιες της εν συννεφκία που βαροπουμπουρίζει,
όσοι την δουν στοισιηματούν ,
έσσω της πάσιν τζιαι ρωτούν,
ήντα τες πογίατιζει.
Τζιαι τζείνη περιπαίξιμο, λαλεί τους με κιρμίζιν .
Τα στήθη της εν” λεμονία άμα να πρωτανθίζει,
τζι κόξα της Αγία Σοφκία,
να κρώννουνται οσ” εχουν φκία,
να πούσιν πόσο αξίζει.
Αξίζει έναν βασίλειο η μια της η παλάμη,
να κάμνει κοντομάνικα,
να φαίνετ” εξω τακτικά
τουτ΄εννα φκάλλει νάμι .
Με λλία λόγια να το πω, εν πάντα της λουμένη ,
αφρογαλατοπούρεκκον, ζαχαρομελωμένη.
Τζι” αμα τζι ερτώθηκεν φτωσίη.
γρουσά τζιαι ρούχα εν έσιει
την νιότη της να σάσει.
Αλλα να κάμουν έκθεσην,
ούλες γερές, τζίνη μισή
παλ” εννα τες χασκίασει.
Άμα μ” ορκίστην τζι είπεν μου εμέν πως εν τα ξέρει,
εξέβηκα που το σχολείον
τζι έκαμνα μόδαν των μαλλίων,
έπιασα τζιαι δευτέρι
τζι έγραψα πλήξες τζιαι καμούς,
που πήαιννα εις τους βραμούς
τζιαι μέρα μεσομέριν.
Αμα τζιαι γίνηκα τζι εγίω, σιειρόττερα που τζείνην,
εζήτησα την τζι είπεν μου να μείνει να μιαλύνει.
Λαλώ της, εν θα “ρτεις μ” εμεν, μα σαι τζι εσου χαμένη,
που τα νιννία των αμμαθκίων έχω σε κρατημένη.
Τζι αν βουληθείς να μ” αρνηθείς,
προσέχτου τζι εννα στραωθείς,
γιατ” είσαι ορκισμένη..
πηγή: http://new.ledras.net/?p=76#identifier_39_76
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου