Τα νέφη
εσωρεύκουνταν
μέρες τζιαιρόν
καμπόσον,
μα ένας εν τα
άμπλεψεν
ούλλοι
δουλειές μαχούνταν.
Ο ουρανός
σκοτείνιασεν
τζ'όϊ νήλιος
πιον εχάθην,
ο τόπος
φοητσιάρικος
τζιαί αστραπές
κάμποσες.
Στες
πουμπουρκές κουφάνισκες
τζ'σιύλλοι
ούλλον λάσσαν,
τζιαί τα νερά
αρκέψασιν
σαν νά'ταν με
τους κάους.
Έτσι νερά
κανένας τους
ποττέ ξανά εν
είεν,
που πλάσμαν εν
κουλλούπιζεν
πιλέ τα δκυό
του νύσια.
Νερόν πολλύν ο
Πλάστης μου
μιαν εφτομάν
ξαπόλαν,
εξισιειλήσαν
αφκολιές
ογκάσαν τα
χωράφια.
Πολλοί
εφοηθήκασιν
πως ήτουν να
πνιούσιν,
τα άρκα
εμερώσασιν
που φόον είχαν
μιάλον.
Ώσπου τζιαί
σταματήσασιν
τζ'όϊ κόσμος
ενεπάφτιν,
ο νήλιος πιόν
εχάραξεν
που νέφου την
αρτζέραν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου