Μέχρι το Φάρο
απόγευμα του
Απρίλη
περπατήσαμε
παρέα.
Στα βραχάκια
της κοινής
πορείας μας
σταθήκαμε
μουσκεμένοι ως
τα γόνατα
μ’ αρμυρό
νερό, γλυφό.
Στ’ άσπρα
βότσαλα
τις ανείπωτες
ελπίδες
ζωγραφίσαμε
με αρμυρίκια
και μελάνι
κόκκινο.
Ο Φάρος, είπες
άντεξε το
βάθος
και το σκοτάδι
μιας θάλασσας
γνώριμης
μα ολωσδιόλου
ξένης.
Ο Φάρος, είπα
στην ίδια θέση
αιώνες τώρα
να ξεγελά τους
ναυτικούς
-και τους
χαμένους, είπες-
με φωτεινά
καμώματα
κι
αντικατοπτρισμούς.
Ο Φάρος,
ολόγραμμα της
επιθυμίας,
οφθαλμαπάτη,
συμφωνήσαμε.
Μέχρι το Φάρο
περπατήσαμε
εκείνο του
Απριλίου το δείλι
κι ήταν η
θάλασσα
καθρέφτης
κι ο Φάρος
σκοτεινός
και ψεύτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου