Πήραν την πόλη, πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν και απ’ την Αγιά Σοφιά
τα δυο μου περιστέρια.
Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα στο δισκοπότηρο.
Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
από το κάτουρο του. Αυτοί
ήταν ο όχλος που γρίλλισε.
Κι οι ποιητές
μη έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.
Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στην σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή που φωνάζει
στον ποιητή που κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή που μιλάει στα πλήθη.
-Πήραν την, πήραν την.
Κι ένα πουλί
Χλωμό πουλί
Μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου»
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες
κατάμονος
μέσα στην απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
«Εγώ θα πιστεύω».
Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου