Ήταν το δρομάκι αδιέξοδο· στο πεζοδρόμιο αριστερά, η γυ-
ναίκα του Αρνόλφο, η σπιτονοικοκυρά μου έβγαλε ένα τραπεζά-
κι στρογγυλό. Η ζέστη ήταν τρομακτική· ούτε ίχνος δροσιάς στο
αδιέξοδο που περιτριγυριζόταν από τρία υπερμεγέθη κτίρια που
’ταν κολλημένα το ’να με τ’ άλλο σε σχήμα ΠΙ οριζόντια βαλμένου.
Τα κτίρια ήταν γκριζόμαβρα από την καπνίλα και τη βρώμα της
μεγάλης πόλης.
Στο στρογγυλό τραπεζάκι κάτω από την ανύπαρκτη σκιά ενός
μπαστάρδικου καχεκτικού δέντρου, καθόμουνα μόνος εκείνο το
κυριακάτικο μουντό απόγεμα. Δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Η ζέστη
ήταν ανυπόφορη.
Η γυναίκα του Αρνόλφο μου ’φερε τον διπλό παγωμένο καφέ
μου· με καλαμάκι και κάμποσα παγάκια. Ο Αρνόλφο βγήκε, με
κοίταξε και μπήκε.
Απέναντι, στο ισόγειο, ένα παραθυράκι ήταν ανοιχτό, μέσα
ήταν η γυναίκα του αδερφού του Αρνόλφο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι
και με παρακολουθούσε με τα κιάλια.
Εγώ δεν σκεφτόμουνα τίποτα· ρούφηξα ηδονικά μια γουλιά από
το φραπέ μου. Η φωνή ακούστηκε από την αρχή του αδιέξοδου και
ήταν καθαρή δυνατή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε...»
Από την άλλη μεριά του πεζοδρομίου κι ερχόμενος προς εμέ,
ήταν ένας κοντο-πάχουλος νεαρός, κρατώντας δύο πελώριους
μπόγους... «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις...».
Φορούσε ένα λιγδωμένο μπλου-τζιν κι ένα εξίσου βρώμικο
φανελάκι άσπρο, απίθωσε τους μπόγους στο στρογγυλό τραπέζι
κάτω, σκούπισε τον ιδρώτα με το πίσω μέρος της παλάμης
του και μου λέει: «Λέγομαι Ντεζιντέριο Στούμπφ, ανιψιός του
Τζόε Στούμπφ του ιδιοχτήτη αλόγων κούρσας, και μ’ έστειλε ο
Λεφτέρης», κι αρπάζοντας τον καφέ φραπέ μου από το τραπέζι
τον κατέβασε μονορούφι· ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω,
πέταξε με ορμή τα εναπομείναντα τέσσερα παγάκια στη στομάρα
του. «Ωχ!» λέει, πλαταγίζοντας ηδονικά κάτι χοντροχειλάρες,
«Μεγάλη η ζέστη σήμερα ...».
Τον κοίταξα ηλίθια.
Πήρε καρέκλα και κάθισε. Πήρε τσιγάρο από το ανοιχτό
πακέτο το δικό μου και μου λέει εμπιστεφτικά κοιτώντας με στα
μάτια «Μ’ έστειλε ο Λεφτέρης».
Πήρα τσιγάρο από το ανοιχτό πακέτο το δικό μου και
αφτοσυγκεντρώθηκα. Τον κοίταξα στα μάτια και του λέω
εμπιστεφτικά.
«Ποιος Λεφτέρης;»
«Ο Λεφτέρης» λέει φυσώντας τον καπνό προς τα ύψη.
«Αχά! λέω εγώ, ο Λεφτέρης ε;»
«Ναι. Μου ’πε ότι χρειάζεσαι σερβιτόρο. Και ήρθα».
Πήρα από τη τσέπη δύο χαπάκια. Τα κατάπια χωρίς νερό.
Αφτοσυγκεντρώθηκα· μου πονούσαν τα μηνίγγια.
«Λάθος έκανε ο Λεφτέρης», λέω. «Εγώ δεν χρειάζομαι
σερβιτόρο ....».
«Γιατί;»
«Διότι εγώ είμαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων».
«Είμαι και ζωγράφος» με λέει, κλείνοντας το μάτι εμπιστεφτικά.
Σηκώθηκα, μάζεψα τα τσιγάρα μου κι έκανα να φύγω, αλλά
σκουντούφλησα στον ένα μπόγο και βρέθηκα μπρούμυτα στη γης.
Με βοήθησε να σηκωθώ, μου ’δωσε καρέκλα και κάθισα. «Πρέπει
ν’ αλλάξουμε την όψη της γειτονιάς», μου λέει, «Κοίταξε γύρω
σου, πού είναι ο ήλιος; το φως;»
Άνοιξε τον ένα μπόγο· μέσα σ’ ένα πελώριο δίκτυ ήταν
μπουρδουκλωμένες καμιά πενηνταριά νυσταλέες μυωπικές
κουκουβάγιες. «Πρέπει να με βοηθήσεις» μου λέει· «θα
ζωγραφίσουμε ολόκληρο το κτίριο με πεταλούδες. Πολύχρωμες
πεταλούδες χιλιάδες πολύχρωμες πετελούδες!. Μετά θα βάλουμε
τα περιστέρια στις φωλιές τους».
Άναψα τσιγάρο· η απέναντι βγήκε στο παράθυρο και με
κοιτούσε με τα κιάλια. Ήμουνα πολύ ενοχλημένος. Ζεσταινόμουνα.
Δεν ήθελα μπλεξίματα ούτε καινούργιες γνωριμίες. Ήθελα να φύγω
μα δεν τολμούσα· γιατί η γυναίκα του αδερφού τού Αρνόλφο από
απέναντι δεν κρατούσε κιάλια τώρα αλλά ένα δίκανο· το οποίο
ήταν στραμμένο απάνω μου.
Λέω, «Με τις κουκουβάγιες τι γίνεται;»
«Εννοείς τα περιστέρια» μου λέει, ενόσο έβγαζε από τον άλλο
μπόγο ένα τριπόδι κι ένα κανναβάτσο· στήριξε το κανναβάτσο
στο τριπόδι, έβγαλε πινέλα και μπογιές και με γρήγορες πινελιές
ζωγράφισε ένα πιάτο με μακαρόνια.
«Μ’ αρέσουν πολύ οι μακαρονάδες», μου λέει «και τα
σουβλάκια. Ο Ηγούμενος της μονής δεν μ’ άφηνε να τρώω καλά·
πολύ τσιγγούνης. Με χτύπησε κιόλας με την Αγία ράβδο στην
κοιλιά πριν με διώξει ...».
Φώναξα τον Αρνόλφο.
«Πού είν’ ο αδερφός σου;» τον ρωτάω άγρια.
«Ποιος απ’ όλους;»
«Ο άντρας τής απέναντι».
«Πέθανε».
«Φέρε μου το τηλέφωνο!».
«Φέρε και κάμποσα παγάκια», λέει ο χοντρός.
«Μάλιστα» λέει ο Αρνόλφο, κι έφυγε.
«Τι θα γίνει τώρα; Από πού θ’ αρχίσουμε;» μου λέει ο χοντρός.
«Να φάμε από μια μακαρονάδα», λέω, «πρώτα και μετά
βλέπουμε». Έφερε ο Αρνόλφο το τηλέφωνο, τις μακαρονάδες και
μια πελώρια μαξιλαροθήκη γεμάτη παγάκια.
Πήρα το τηλέφωνο και ζήτησα τον Άγιο Καθηγούμενο. Έκανε
το μπάνιο του στην πισίνα μου ’παν· σε μισή ωρίτσα το πολύ θα μ’
έπαιρνε. Φάγαμε σιωπηλά τις μακαρονάδες μας. Ο χοντρός έφαγε
έξι πιάτα, εγώ τέσσερα. Ο χοντρός έφαγε και τα μισά παγάκια
από τη μαξιλαροθήκη. Εν τω μεταξύ η γειτόνισσα παρουσίασε ένα
κανόνι. Κρατούσε ένα πετσί και γυάλιζε το στόμιο του κανονιού.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Τι θέλεις;» μου λέει.
«Την ξέρεις τη γυναίκα του αδερφού τού Αρνόλφο;»
«Όχι».
«Ξέρεις κάνα Ντεζιντέριο Στουμπφ;»
«Διότι ενόσο απουσίαζα στο εξωτερικό μού μπογιάτισε το
ξωκκλήσι απ’ άκρη σ’ άκρη με πολύχρωμες πεταλούδες!»
«Είναι ζωγράφος;»
«Είναι τρελός! Τον είχα για μάγειρα. Άφηνε τους μοναχούς
νηστικούς. Έτρωε το φαΐ που μαγείρεβε για μας και μεις τρώγαμε
ξεροκόμματα!. Θέλεις τίποτ’ άλλο;»
«Ναι. Γιατί τον φωνάζουν αγγελούδι;»
«Γιατί όταν μπογιάτιζε το ξωκκλήσι φορούσε ένα ζεβγάρι
φτερούγες και ζωγράφιζε αιωρούμενος».
«Τις θέλω τις φτερούγες».
«Να μου επιστρέψει τις κουκουβάγιες που μάζεψε από το
μοναστήρι πρώτα».
«Εντάξει».
«Άβριο θα στείλω δύο μοναχούς να φέρουν τις φτερούγες και
να πάρουν τις κουκουβάγιες».
«Εντάξει, Ντέζιο, άβριο ξεκινούμε δουλειά. Εσύ κι εγώ θα
ζωγραφίσουμε χιλιάδες - χιλιάδες πεταλούδες», λέω χαμογελώντας.
«Μπαμ!» ακούστηκε η κανονιά. Μια πελώρια τρύπα ανοίχτηκε
στον τοίχο έξι μέτρα πιο πάνω από τα κεφάλια μας. Από την
κανονιά ξύπνησαν οι κουκουβάγιες που χύθηκαν στον αέρα
αλαφιασμένες τσιρίζοντας «Ούου ου ουου ου ...»
Δρασκέλισε το παράθυρο ντυμένη στα μάβρα, η γυναίκα του
αδερφού τού Αρνόλφο, και κοιτώντας με στα μάτια λέει στον
Ντεζιντέριο:
«Άβριο, αρχίζουμε να ζωγραφίζουμε τις πεταλούδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου