[...]
Εννιά νησιά στην άβυσσο
κι εκείνος π' αγαπούσα.
Τώρα διάττοντες αλιεύω μέσα σ' έρημο
ανασηκώνομαι και πέφτω
καθώς στοιχεία μνημονικά
ανάβουν πυρκαγιές
που να μετρήσω δεν προφταίνω.
Φεγγάρια τρίμερα γίναν τα πρόσωπα
κι ο ασβέστης ο άσβηστος
κάνει εγκαύματα τα τελευταία όνειρα
με τη συνέργεια των δακρύων.
[...]
Κάπου-κάπου κολλώ έναν επίδεσμο ύπνου
κι η φωνή μου κάνει σθεναρή το μνημόσυνο
που θα πεί:
πίστη στην αιωνιότητα
ή του φορτίου συναίσθηση της ζωής.
[...]
VII
Καθώς ανηφορίζεις για το Μαχαιρά
κράτησε με τα δάχτυλα, αν αρκούν, το στήθος
και μη μιλάς για την πληγή σου.
Κάτι ο Οδυσσέας ήξερε
με τα κλαδιά και την ανωνυμία του.
Κάτι και τα νοσοκομεία
που κατακρατούν τις αχτινογραφίες.
Άσπροι τοίχοι, κρεβάτια άσπρα
κι άσπρα δάπεδα.
Άσπροι άνθρωποι π’ ασβεστώνουν τις αρρώστιες
μ’ ουδέτερη μονοχρωμία.
Αν πρέπει ωστόσο να μιλάς για την πληγή,
ψιθυριστά — λέει η παράκληση — οι εξομολογήσεις,
με συμπαθητική μελάνη ο λυγμός.
Κι ούτε μια ίνα δε μετάνιωσε
και λες: «Με συγχωρείτε»,
τη Μαγδαληνή ανακαλώντας την άγνωστη
με το μελιτζανί φουστάνι.
κράτησε με τα δάχτυλα, αν αρκούν, το στήθος
και μη μιλάς για την πληγή σου.
Κάτι ο Οδυσσέας ήξερε
με τα κλαδιά και την ανωνυμία του.
Κάτι και τα νοσοκομεία
που κατακρατούν τις αχτινογραφίες.
Άσπροι τοίχοι, κρεβάτια άσπρα
κι άσπρα δάπεδα.
Άσπροι άνθρωποι π’ ασβεστώνουν τις αρρώστιες
μ’ ουδέτερη μονοχρωμία.
Αν πρέπει ωστόσο να μιλάς για την πληγή,
ψιθυριστά — λέει η παράκληση — οι εξομολογήσεις,
με συμπαθητική μελάνη ο λυγμός.
Κι ούτε μια ίνα δε μετάνιωσε
και λες: «Με συγχωρείτε»,
τη Μαγδαληνή ανακαλώντας την άγνωστη
με το μελιτζανί φουστάνι.
Φωνή μου, μνήμη της γενιάς μου,
μαχαίρι στην ποδιά της Παναγιάς,
δεν μπορείς πια υπάκουη να ‘σαι σα σκυλί,
το γύμνασμα ακολουθώντας.
Σε κούρασαν οι απαγορεύσεις,
η προσποίηση, ο στόμφος,
η προσταγή για λησμονιά,
η οικειοποίηση η αυθαίρετη,
που ‘καναν τους δικούς πια ξένους.
Δεν το μπορείς παιδί να ξαναγίνεις με το τραύμα σου.
Γρηγορούσε εκείνος κι ο καιρός
που επιστροφή δεν έχει.
Κι ούτε κοιμάμαι πια με το κενό
εκεί που άλλοτε τα όνειρα.
Φωνή της ράτσας μου,
των λογχισμών, του ανέφικτου.
Γενιά της νιότης, των αστερισμών της πίκρας.
Πέρασε από δω
γυμνοπόδαρη η Λευτεριά
και χάθηκε ο ίσκιος της ξυπόλητος.
Πρέπει να μη μιλάς γι’ αυτή
κλασματικά υπάρχεις.
Κι είδηση πια καμιά για την αφαίμαξη,
παρά ο Οδυσσέας μόνο εκπέμπει από την Ιθάκη λησμονιά
— εκείνος έφτασε και δεν τον κοφτεί —
Εγώ πατώ στους τάφους σας,
πάνω στο χόρτο που μαζεύω
οσμίζομαι τα τριχωτά σας στήθη.
Κι η φωνή
μέσα από δάση μνημικά περνά,
κορμό με κορμό,
από τους λύκους δαγκωμένη.
Κι από τη οργή κι από την πίκρα,
ουρλιάζει σκυλί έξω από τις πόρτες σας
και δεν ακούτε.
μαχαίρι στην ποδιά της Παναγιάς,
δεν μπορείς πια υπάκουη να ‘σαι σα σκυλί,
το γύμνασμα ακολουθώντας.
Σε κούρασαν οι απαγορεύσεις,
η προσποίηση, ο στόμφος,
η προσταγή για λησμονιά,
η οικειοποίηση η αυθαίρετη,
που ‘καναν τους δικούς πια ξένους.
Δεν το μπορείς παιδί να ξαναγίνεις με το τραύμα σου.
Γρηγορούσε εκείνος κι ο καιρός
που επιστροφή δεν έχει.
Κι ούτε κοιμάμαι πια με το κενό
εκεί που άλλοτε τα όνειρα.
Φωνή της ράτσας μου,
των λογχισμών, του ανέφικτου.
Γενιά της νιότης, των αστερισμών της πίκρας.
Πέρασε από δω
γυμνοπόδαρη η Λευτεριά
και χάθηκε ο ίσκιος της ξυπόλητος.
Πρέπει να μη μιλάς γι’ αυτή
κλασματικά υπάρχεις.
Κι είδηση πια καμιά για την αφαίμαξη,
παρά ο Οδυσσέας μόνο εκπέμπει από την Ιθάκη λησμονιά
— εκείνος έφτασε και δεν τον κοφτεί —
Εγώ πατώ στους τάφους σας,
πάνω στο χόρτο που μαζεύω
οσμίζομαι τα τριχωτά σας στήθη.
Κι η φωνή
μέσα από δάση μνημικά περνά,
κορμό με κορμό,
από τους λύκους δαγκωμένη.
Κι από τη οργή κι από την πίκρα,
ουρλιάζει σκυλί έξω από τις πόρτες σας
και δεν ακούτε.
V
Τότε η άνοιξη τον Άδη πίκραινε,
και συ γρηγορούσες,
φωταγωγούσες, πυροδοτούσες κι έφευγες,
περνώντας απ’ Όνειρο σ’ όνειρο
εκεί που τα δέντρα τ’ ουρανού
καρποφορούσαν άστρα.
Μισός τώρα μες στ’ όνειρο,
μισός στο θρύλο,
κουτσά πηδώντας από κορυφή σε κορυφή,
δακρύζεις ποτίζοντας το αιώνιο.
Τώρα τα δυο μας πόδια
για να βαδίσουν δεν έχουν
συμφωνία και συνάρτηση.
Και τη ζωή μας δυναστεύει
η ασφυξία των δέντρων στην καταδίκη των νανισμών.
Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθιζε σ’ όνειρο γυρισμένος;
Αφρόζα αγάπη κι έσβησε,
το μίσχο μας τον χάσαμε,
νύχτα τυφλή την άνοιξη τώρα τρικλοποδιάζει.
Και συ αμετάθετα ακουμπισμένος
με το ‘να χέρι στον ώμο του Αλέξαντρου
και τ’ άλλο στου παππού του Μακρυγιάννη
κρεμιέσαι στον ορίζοντα ερωτηματικό κι Αρχάγγελος
με τα μουστάκια νοτισμένα πίκρα.
Ξενιτιά πατρίδας αλώνει τις μέρες μας,
μ’ όλα τα σύνεργα η μοναξιά μας σκάβει.
Μόνο το Μάρτη,
τ’ αγγελικά σαλπίσματα και το θειάφι,
σημαίνουν την επανάσταση
που λέγεται «ποίηση» κι αρνείται.
Κι οι αντάρτες οι υπέρνομοι,
οι προδότες της γαλήνης, οι ποιητές
οι εναπομείναντες,
ξέφτια από μια γενιά
πιτσιλισμένοι με χρυσόσκονη και στάχτη,
ξύνουν πίσω από τις λέξεις με το νύχι
ψάχνοντας την αντίστοιχη Ελληνική να βρουν,
τις μεταμφιέσεις και τις μετονομασίες εμποδίζοντας,
φεγγάρια στίχων φτιάχνουν
για να εμποδίσουν τ’ άγριο της λησμονιάς.
και συ γρηγορούσες,
φωταγωγούσες, πυροδοτούσες κι έφευγες,
περνώντας απ’ Όνειρο σ’ όνειρο
εκεί που τα δέντρα τ’ ουρανού
καρποφορούσαν άστρα.
Μισός τώρα μες στ’ όνειρο,
μισός στο θρύλο,
κουτσά πηδώντας από κορυφή σε κορυφή,
δακρύζεις ποτίζοντας το αιώνιο.
Τώρα τα δυο μας πόδια
για να βαδίσουν δεν έχουν
συμφωνία και συνάρτηση.
Και τη ζωή μας δυναστεύει
η ασφυξία των δέντρων στην καταδίκη των νανισμών.
Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθιζε σ’ όνειρο γυρισμένος;
Αφρόζα αγάπη κι έσβησε,
το μίσχο μας τον χάσαμε,
νύχτα τυφλή την άνοιξη τώρα τρικλοποδιάζει.
Και συ αμετάθετα ακουμπισμένος
με το ‘να χέρι στον ώμο του Αλέξαντρου
και τ’ άλλο στου παππού του Μακρυγιάννη
κρεμιέσαι στον ορίζοντα ερωτηματικό κι Αρχάγγελος
με τα μουστάκια νοτισμένα πίκρα.
Ξενιτιά πατρίδας αλώνει τις μέρες μας,
μ’ όλα τα σύνεργα η μοναξιά μας σκάβει.
Μόνο το Μάρτη,
τ’ αγγελικά σαλπίσματα και το θειάφι,
σημαίνουν την επανάσταση
που λέγεται «ποίηση» κι αρνείται.
Κι οι αντάρτες οι υπέρνομοι,
οι προδότες της γαλήνης, οι ποιητές
οι εναπομείναντες,
ξέφτια από μια γενιά
πιτσιλισμένοι με χρυσόσκονη και στάχτη,
ξύνουν πίσω από τις λέξεις με το νύχι
ψάχνοντας την αντίστοιχη Ελληνική να βρουν,
τις μεταμφιέσεις και τις μετονομασίες εμποδίζοντας,
φεγγάρια στίχων φτιάχνουν
για να εμποδίσουν τ’ άγριο της λησμονιάς.
Τώρα τα πράγματα άλλαξαν,
πάμε όλο ανάποδα να βρούμε την αλήθεια.
Άλογο σώμα υπάκουο προχωρεί,
ψυχή αντάρτισσα επιστρέφει.
Λύνεται το κουβάρι της ζωής
κι ο μέγας ύπνος
ξύνει με το γυαλί πληγές,
ενώ μιλά για τη γαλήνη.
Τώρα οι σημαίες έλιωσαν
που τουρτουρίζοντας φορέσαμε
σημαία τώρα η γύμνια μας
κι έμβλημά μας η φτώχεια
πάμε όλο ανάποδα να βρούμε την αλήθεια.
Άλογο σώμα υπάκουο προχωρεί,
ψυχή αντάρτισσα επιστρέφει.
Λύνεται το κουβάρι της ζωής
κι ο μέγας ύπνος
ξύνει με το γυαλί πληγές,
ενώ μιλά για τη γαλήνη.
Τώρα οι σημαίες έλιωσαν
που τουρτουρίζοντας φορέσαμε
σημαία τώρα η γύμνια μας
κι έμβλημά μας η φτώχεια
Το ‘χεις ποτέ πιστέψει
πως θα επαιτούσαμε οράματα,
πως ένας λόγος τρυφερός αν πέσει,
θα γίνει κροτίδα του Πάσχα
να μας διαμελίσει κατά λάθος,
φωνάζοντας ανάσταση;
πως θα επαιτούσαμε οράματα,
πως ένας λόγος τρυφερός αν πέσει,
θα γίνει κροτίδα του Πάσχα
να μας διαμελίσει κατά λάθος,
φωνάζοντας ανάσταση;
V
Τρεις του Μάρτη.
Χιονίζουν οι αμυγδαλιές το πρώιμο
καθώς γρηγορεί και το τριαντατρία στολίζεται.
Δεν είπε «για δες καιρό».
Είπε μόνο «ωρίμασε ο καιρός να ξεδιψάσει»
και την περόνη των λέξεων αφαιρώντας
πήδησε
αφήνοντας του Εμπεδοκλή το παπούτσι
και τις λέξεις με τρία καρφιά
κληρονομιά και πολιορκία του μέσα άσπαστη.
Χιονίζουν οι αμυγδαλιές το πρώιμο
καθώς γρηγορεί και το τριαντατρία στολίζεται.
Δεν είπε «για δες καιρό».
Είπε μόνο «ωρίμασε ο καιρός να ξεδιψάσει»
και την περόνη των λέξεων αφαιρώντας
πήδησε
αφήνοντας του Εμπεδοκλή το παπούτσι
και τις λέξεις με τρία καρφιά
κληρονομιά και πολιορκία του μέσα άσπαστη.
Και ποια φωνή θα χωρέσει το αράγιστο
ποιο καλλωπιστικό τη ρωγμή θα καλύψει
του δακρύου μεταμόρφωση;
Ποιος έρωτας θα μας πάρει ολόκληρους
το μισό αναιρώντας;
Δρόμοι γεμάτοι αναιμικά παιδιά
εκφυλισμός,
γυναίκες ναυαγισμένες σε σπίτι
την υποταγή ξεστρατισμένες σηκώνουν αδάκρυτες
την αλλοφροσύνη των καιρών
με τα λόγια των ποιητών ισορροπώντας,
καθώς ασταμάτητα καλύπτουν
ανοίγματα ερημιάς.
Κι η γλάστρα του παπουτσιού του
με μνήμη ποτίζεται,
προσδοκία σε κάποια μελλούμενη γέννα ν’ ανθίσει.
Αρχή παιδική μ᾽ ένα πόδι κουτσό χοροπήδημα,
στα δυο η εφηβεία να σταθεί πρόλαβε μόλις
κι η αναπηρία κοφτή,
στο μονό του τρία ν’ ακρωτηριάζει την άνοιξη,
κομμένη θριάμβου φωνή από τότε.
Αμυγδαλιάς ανθοί
κάθε Μάρτη πληγή,
να ρέει στην αμμόχωση κόντρα,
καιρούς διψασμένους να ποτίζει αθόρυβα.
Της γενιάς μου σερνάμενη μοίρα από τότε,
εκεί που το πράσινο φλόμωσε
κι ο αναστεναγμός πικρός δεν ανασταίνει.
ποιο καλλωπιστικό τη ρωγμή θα καλύψει
του δακρύου μεταμόρφωση;
Ποιος έρωτας θα μας πάρει ολόκληρους
το μισό αναιρώντας;
Δρόμοι γεμάτοι αναιμικά παιδιά
εκφυλισμός,
γυναίκες ναυαγισμένες σε σπίτι
την υποταγή ξεστρατισμένες σηκώνουν αδάκρυτες
την αλλοφροσύνη των καιρών
με τα λόγια των ποιητών ισορροπώντας,
καθώς ασταμάτητα καλύπτουν
ανοίγματα ερημιάς.
Κι η γλάστρα του παπουτσιού του
με μνήμη ποτίζεται,
προσδοκία σε κάποια μελλούμενη γέννα ν’ ανθίσει.
Αρχή παιδική μ᾽ ένα πόδι κουτσό χοροπήδημα,
στα δυο η εφηβεία να σταθεί πρόλαβε μόλις
κι η αναπηρία κοφτή,
στο μονό του τρία ν’ ακρωτηριάζει την άνοιξη,
κομμένη θριάμβου φωνή από τότε.
Αμυγδαλιάς ανθοί
κάθε Μάρτη πληγή,
να ρέει στην αμμόχωση κόντρα,
καιρούς διψασμένους να ποτίζει αθόρυβα.
Της γενιάς μου σερνάμενη μοίρα από τότε,
εκεί που το πράσινο φλόμωσε
κι ο αναστεναγμός πικρός δεν ανασταίνει.
Οφθαλμοί αστραπής ν’ ακουμπήσουν
δεν έχουνε πού,
ένας-ένας του ταξιδιού οι συντρόφοι χαθήκαν.
Στο θαύμα πηδώντας οι πρώτοι
ανάβουν στο μέσα κεριά,
κρυφό σχολειό π’ απεγνωσμένα πασκίζει
λαμπρό ν’ αναστήσει φεγγάρι.
Κι άλλοι από το Μιχαήλ αρπαγμένοι
στης πίκρας το πήχτωμα
της απελπισμένης προσμονής την άκρη κρατώντας.
Στων Λωτοφάγων τη χώρα οι υπόλοιποι
με γυναίκες χοντρές το ριζικό τους πορνεύουν
με βαμμένα αγριόχορτα πρόσωπα,
εκεί που τα μελανά θηλυκά σημεία πλανούν
για ιστορία που δε γράφεται πλαγιασμένη στα χόρτα.
Με μέλι πασαλειμμένα τα πρόσωπα,
την τραχιά, την δασιά,
τη μινωταυρίσια τους μεταμόρφωση σκεπάζουν.
Έφιππα κύματα,
θάλασσα των φίλιππων ποιητών,
των ονειροβατών η δική του.
Κι απ’ το ωρολόγιο πρόγραμμα λείπει,
καθώς η Κυριακή, το κενό,
που ξεμπουκάρει του ματαιωμένου η πίκρα.
Πίσω από τους θάμνους οι ποιητές
οι άτρωτοι και οι πλέον τρωτοί,
μ’ αιθάλη καλύπτουν τα πρόσωπα,
τη ζωή στα δυο διαχωρίζοντας,
στη ρωγμή και στη λάμψη του πρώτου ποιητή
στη δική του,
τις παραλλαγές συμπληρώνουν,
οι επαναστάτες, οι εναπομείναντες, οι σιωπηλοί,
οι άκαιροι και οι καίριοι,
οι άχρονοι και στα ορόσημα αιωρούμενοι,
οι διχασμένοι και οι ολόκληροι,
οι σφικτοί, οι πυρήνες κι οι άξονες του κόσμου,
για τούτο οι αιώνια κινδυνεύοντες.
Τους ποιητές να φοβάστε,
τους σταυροφόρους της πυρογραφίας,
τους απαράδοτους, τους δερματοστίκτες,
εσείς του ύπνου του στεγανού
του χωρίς νόστο,
επιστροφή ή βλάστηση.
Τις περόνες των λέξεων αφαιρώντας
απειλούν να σας θρυμματίσουν τον ύπνο
μ’ υποψία και όνειρα.
Να φοβάστε τους ποιητές,
τους κυρίαρχους των χρωμάτων,
τους εξουσιαστές των ονείρων.
Ανάβουν τη λάμπα τους
με το φως του Γρηγόρη
οι ακούραστοι λεξιστές του Ελληνισμού.
πηγή: https://antonispetrides.wordpress.com/2016/03/31/afxendiou-poems_2/
δεν έχουνε πού,
ένας-ένας του ταξιδιού οι συντρόφοι χαθήκαν.
Στο θαύμα πηδώντας οι πρώτοι
ανάβουν στο μέσα κεριά,
κρυφό σχολειό π’ απεγνωσμένα πασκίζει
λαμπρό ν’ αναστήσει φεγγάρι.
Κι άλλοι από το Μιχαήλ αρπαγμένοι
στης πίκρας το πήχτωμα
της απελπισμένης προσμονής την άκρη κρατώντας.
Στων Λωτοφάγων τη χώρα οι υπόλοιποι
με γυναίκες χοντρές το ριζικό τους πορνεύουν
με βαμμένα αγριόχορτα πρόσωπα,
εκεί που τα μελανά θηλυκά σημεία πλανούν
για ιστορία που δε γράφεται πλαγιασμένη στα χόρτα.
Με μέλι πασαλειμμένα τα πρόσωπα,
την τραχιά, την δασιά,
τη μινωταυρίσια τους μεταμόρφωση σκεπάζουν.
Έφιππα κύματα,
θάλασσα των φίλιππων ποιητών,
των ονειροβατών η δική του.
Κι απ’ το ωρολόγιο πρόγραμμα λείπει,
καθώς η Κυριακή, το κενό,
που ξεμπουκάρει του ματαιωμένου η πίκρα.
Πίσω από τους θάμνους οι ποιητές
οι άτρωτοι και οι πλέον τρωτοί,
μ’ αιθάλη καλύπτουν τα πρόσωπα,
τη ζωή στα δυο διαχωρίζοντας,
στη ρωγμή και στη λάμψη του πρώτου ποιητή
στη δική του,
τις παραλλαγές συμπληρώνουν,
οι επαναστάτες, οι εναπομείναντες, οι σιωπηλοί,
οι άκαιροι και οι καίριοι,
οι άχρονοι και στα ορόσημα αιωρούμενοι,
οι διχασμένοι και οι ολόκληροι,
οι σφικτοί, οι πυρήνες κι οι άξονες του κόσμου,
για τούτο οι αιώνια κινδυνεύοντες.
Τους ποιητές να φοβάστε,
τους σταυροφόρους της πυρογραφίας,
τους απαράδοτους, τους δερματοστίκτες,
εσείς του ύπνου του στεγανού
του χωρίς νόστο,
επιστροφή ή βλάστηση.
Τις περόνες των λέξεων αφαιρώντας
απειλούν να σας θρυμματίσουν τον ύπνο
μ’ υποψία και όνειρα.
Να φοβάστε τους ποιητές,
τους κυρίαρχους των χρωμάτων,
τους εξουσιαστές των ονείρων.
Ανάβουν τη λάμπα τους
με το φως του Γρηγόρη
οι ακούραστοι λεξιστές του Ελληνισμού.
πηγή: https://antonispetrides.wordpress.com/2016/03/31/afxendiou-poems_2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου