Την κάμαρα ασυγύριστη
κρατώ, καιρός, κλειστή
και μι΄ ανυφάντρα φίλεργη
το πάνθος πυκνό υφαίνει
κι απ΄ τον καιρό που μίσεψε
παντρεμένη απομένει.
Στην κλίνη επά τα νυχτικά
ξαπλώνουν σκονισμένα,
σκόρπια χαρτιά κι σκυθρωπά
στο πάνθιμο γραφείο
κι απορημένο ολάνοιχτο
χάσκει κάποιο βιβλίο!
Και τ΄ ανθογιάλι απόκαμε
ζητώντας να κρατά
τα που στραγγίσαν στον καημό
και σκέβρωσαν λουλούδια
που της Οφήλιας νείρονται
τα λυπηρά τραγούδια.
χυμένα τα τσιγάρα της
στην πολυθρόνα εκεί
μι΄ άδεια μποτίλια παρεκεί
κι ένα στεγνό ποτήρι
που γίνανε των μυρμηγκιών
χαρά και πανηγύρι.
Κι αχ! πόσο θα τη μάλωνα
πριχού τη στερηθώ
για τούτη τη σφιχτότατη
των πάντων αταξία
που τώρα έχει για μένανε
πανάκριβη μι΄ αξία.
κρατώ, καιρός, κλειστή
και μι΄ ανυφάντρα φίλεργη
το πάνθος πυκνό υφαίνει
κι απ΄ τον καιρό που μίσεψε
παντρεμένη απομένει.
Στην κλίνη επά τα νυχτικά
ξαπλώνουν σκονισμένα,
σκόρπια χαρτιά κι σκυθρωπά
στο πάνθιμο γραφείο
κι απορημένο ολάνοιχτο
χάσκει κάποιο βιβλίο!
Και τ΄ ανθογιάλι απόκαμε
ζητώντας να κρατά
τα που στραγγίσαν στον καημό
και σκέβρωσαν λουλούδια
που της Οφήλιας νείρονται
τα λυπηρά τραγούδια.
χυμένα τα τσιγάρα της
στην πολυθρόνα εκεί
μι΄ άδεια μποτίλια παρεκεί
κι ένα στεγνό ποτήρι
που γίνανε των μυρμηγκιών
χαρά και πανηγύρι.
Κι αχ! πόσο θα τη μάλωνα
πριχού τη στερηθώ
για τούτη τη σφιχτότατη
των πάντων αταξία
που τώρα έχει για μένανε
πανάκριβη μι΄ αξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου