Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ : Ποιητική συλλογή της Πίτσας Γαλάζη που εκδόθηκε το 1983 (Εστία)


IV
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
σ’ ένα Μάρτη κλωστή σε καρπό νήπιων ονείρων
με του Μινώταυρου βούλα στο μέτωπο
τον Άδη να άδει παραμονεύοντας
τις χαραμάδες της Άνοιξης
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
ο άνεμος μόνο βιάζει παραθυρόφυλλα
κι ο παραλοϊσμός της γης μου
μεταφράζει το αίμα σε άνθη ροδακινιάς
Κι αγωνίζομαι να φέρω
το χελιδόνι με το ποίημα
σε τόπο που τα χελιδόνια πενθοφορώντας αποδημούν
καθώς αποδήμησαν της γενιάς μου οι ονειροφόροι
Ο Γρηγόρης κι ο Ευαγόρας του Μαρτιού
ο Μιχάλης κι ο Ανδρέας του Μαγιού
κι ύστερα οι τρεις Αυγουστιάτικοι
θερισμένοι μέσα στους παρακλητικούς
Κι ούτε Απόστολοι απ’ τα πέρατα
ούτε κανείς συναθροίζεται να τους ανασηκώσει
αποκαθηλώνοντας το σώμα της γης μου
Μόνο γύφτοι σφυροκοπούν
καρφώνοντας ατέλειωτα
κι οι καμπάνες που επιχειρούν
ανακαλώντας
Κι ο απελπισμένος πιάνει απ’ τα μαλλιά τις λέξεις
και το ποίημα φτιάχνοντας
αφήνει μέσα στα στρογγυλά των ψηφίων
τα αιχμηρά των κορυφών
και στα φυλλώματα της νοσταλγίας
χώρο για την παλιννόστηση χελιδονιών
με το Ελληνικό και το παράλογο
που λέγεται όνειρο και τύφλα της αγάπης
XVI
Ο Καλόγερος σιωπούσε με το συναξάρι το γιατροσοφικό
Τα σαγόνια που πριν έτρεμαν κροταλίζοντας την ομιλία
έβλεπαν τώρα τα σπίτια του Αίαντα πρόβατα
και το μαχαίρι έλαμπε από τον κάμπο του Ξερού
σε τόπο που ‘κοβε το κρύο σαν μαχαίρι
Εκεί στο σύνορο έκοψε ο Γρηγόρης στα δυο τον καιρό
και το «κατά τας γραφάς» συνετελέσθη
Πώς μας στρίμωξαν έτσι κι εγίνη το κακό
και τα μαχαιρωμένα σπίτια χάσκουν βιασμένα;
Στις κοιλιές του αρνιού τα σωσίβια ο Κανένας
κι η ψυχή στο στόμα πάει και έρχεται
Ο Λυθροδόντας έδειξε τα δόντια του
ο Μαχαιράς το μαχαίρι του
και μέσα στο αντήλιο του χαιρετισμού της πενταδάχτυλης οροσειράς
που χάραζε στο υπόστεγο του μουστακιού χαμόγελο
Εκείνος ερμήνευε το ύψωμα του χεριού
«Πέντε» είπε «σε πέντε χρόνια»
και πλησιάζοντας τ’ όνειρό του
έκαμε να χαλαρώσει σε κρεβάτι καλογερικό
Ο καλόγερος με το γιατροσόφι και το συναξάρι
έφερε πίσω τον Μοριά
και καβαλάρης μέσα στα χυμένα κιούπια
έπεσε πιωμένος στην φωτιά
μη η προσφυγιά και μη της πρόσφυγας τα μάτια
μοιάζουν με της παρθένας Παναγιάς
Η πίσω πόρτα ανοιχτή στον κίνδυνο
κι εκείνος βγήκε από την μπρος λαμπάδα αναμμένη
Τώρα ξεραμένο το Ξερό
και η υστερεκτομή της Μεσαριάς άφησε στην άλλη μισή τ’ αντανακλαστικά της
Κι η Παναγιά ούτε μιλιά
να πει ποιος πήρε το μαχαίρι της
ούτε μια δήλωση
ούτε μια διαδήλωση
σαν τότε που μολογούσαμε την ψυχή μας τους τοίχους
που παράδιναν σ’ όνειρο τα μεγεθυμένα ραβασάκια μας
«Την μάνα μας θέλουμε κι ας τρώμε πέτρες»
Πέτρες κατάπιαμε, πέτρες γεμίσαμε
πέτρες πετάξαμε, πέτρες δεχθήκαμε
πετρωμένοι αλάλητοι
πέτρα λιωμένη η μάνα μας
σε γουδί κοπανισμένη χώμα πατρίδας
Πέντε, δέκα, δεκαπέντε
στρέβλωσε ο χαιρετισμός σε μούντζα πενταδάχτυλη
Κι εκείνος με μικρούς στροβίλους
να σηκώνει χώμα στα στραβά μας μάτια
να ενοχλήσει υπενθυμίζοντας
O Καλόγερος σήκωσε το συναξάρι
και πρότεινε το γιατρικό
«Άι-Γιώργη Καβαλάρη
πάνω στο χρυσόν αππάρι
αν είναι πέτρα έβγαλ’ την
αν είναι ξύλον έβγαλ’ το
αν είναι χώμα λιώσε το»
Μέσα στα μάτια δεν είναι ξύλο είναι δοκός
δεν είναι χώμα,
είν’ η πατρίδα που διαμαρτύρεται
και δακρύζω

παρατήρηση: Η φωτογραφία είναι από τον σύνδεσμο: http://ofisofi.blogspot.com.cy/2014/07/74-22.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου