Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΝΤΑ ΦΤΩΧΟΣ / Γερμασοίτης Βάσος



Λαώννεται, σκοτώννεται που την δουλειάν
ο μαύρος ο Γιωρκάτζης νύχταν μέραν,
σιτάριν του, πατάταν του ως την ελιά,
να τα γιωρκήσει τζι εν τα βκάλλει πέρα.

Στις αίγιες, στο ζευκάριν μισταρκούς πολλούς,
τζι ακόμα μάχουνται τζαι τα παιδκιά του.
Θωρείς τον λοαρκάζεις τον που τους καλούς,
μ’ αν ρωτήσεις, έν’ κρουσμένη καρκιά του.

Έν’ πεντακόσιες οι λιρούες που γρωστεί!
Εν’ χωραττάς; αμάνταν βρίσκει το κορμίν του;
Μακάρι μέσα στα ριάλια να χωστεί,
Εν ι - ξοβλά ποττέ του στην ζωήν του!

Τζαι να’ σιει τζαι τον έμπορον, κάθε βολάν
πο’ ν’ νά’ ρτει μες την πόλην, να τον κάμνει
δκυο ππαραδκιών. Χωρκάτη, ττόππουζε, βρακά,
να του φωνάζει, βίρα να τον λάμνει.

Τζαι τζείνος με το «κύριε» τζι «αφεντικόν»
τζι όπου τον δει να φκάλλει το σκουφίν του.
Του κόσμου το αθάνατον που το χωρκόν
να του φέρει, δίχα την βουλήν του.

Ο μαύρος ο Γιωρκάτζης εν θωρεί τ’ ομπρός.
| Στην υστερκάν το μάλιν του πουλιέται,
εν’ καταδικασμένος πάντα να’ ν’ φτωχός

τζαι ττόππουζος, χωρκάτης να λοέται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου