Έθελα νάμουν σύγκολλα, αππέξω του χωρκού,
έναβ βουνόν, ψηλόβ βουνόν, γυρόγ γυρόχ χωράφκια,
για νάρκουνται να φένρουσιν τ΄ ασπρόμαλλα κουπάδκια,
οι κακομάζαλ΄ οι βοσιοί μέσ΄ στου καλοτζαιρκού
τες νύχτες, το ξημέρωμαν, στο φως του φεγγαρκού,
για να γροικώ τα κλάματα των αίγιων, των κουέλλων,
τον άχτυπον των κουουνιών, βασμόν των καμπανέλλων,
ν΄ ακούω το γλυκόφωνον πιδκιάβλιν του βοσκού.
έναβ βουνόν, ψηλόβ βουνόν, γυρόγ γυρόχ χωράφκια,
για νάρκουνται να φένρουσιν τ΄ ασπρόμαλλα κουπάδκια,
οι κακομάζαλ΄ οι βοσιοί μέσ΄ στου καλοτζαιρκού
τες νύχτες, το ξημέρωμαν, στο φως του φεγγαρκού,
για να γροικώ τα κλάματα των αίγιων, των κουέλλων,
τον άχτυπον των κουουνιών, βασμόν των καμπανέλλων,
ν΄ ακούω το γλυκόφωνον πιδκιάβλιν του βοσκού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου