Έ αδρωπε πού
μάσιεσε ν' αρπάξεις να στιβάσεις
τηγ γην να
κάμεις μάλισ σου, τογ κόσμον ν' αγκαλιάσεις
σαν έρκεσαι
χαρέφκεσαι τογ κόσμον εν να φάεις
'μμά πάλε πίσω
νηστικός σαν ήρτες εν να πάεις.
Τρεις εν οι
μέρες σου πού ζιείς στήγ γην τζιαί βασιλέφκεις
τήμ μιάμ
μωρόν, στές δκυό 'σαι νιός, στες τρεις γερνάς τζιαί φέφκεις.
Με βασιλιάς
κρατίζει σε στήγ γήμ με δκιακονίτης.
Σήμερον είσαι
ζωντανός, άβριον μακαρίτης.
Γιατί τα
θέλεις τα πολλά τζιαί τυραννιέσαι 'κόμα
αφού 'ν να
μείνουν γέρημα τζι' εσού μια φούχτα χώμαν
τζιαί
τυραννιέσαι τζι' εν έσιεις με νεπαμόν με πνάσμαν;
Ο άδρωπος εν
τρώ τήγ γην, ή γη τρώει το πλάσμαν.
Τζι' όσα τζι'
αν κάμεις άδρωπε στήγ γην τζι' όσα κερτίσεις
μητά σου εν
τζιαί παίρνεις τα, δαπάνω 'ν να τ΄ αφίσεις.
Να λυούν να
στάσσουν, να 'σκοπούν μες του βορκά τι ρέμαν
γιατ' εν τζι'
εν άλλον τίποτε παρά φκιασμένον ψέμαν.
Ψέμαν τζι'
εσού πας τούν τήγ γην, τζιαί ψέμαν τζι' οι δουλειές σου
σαν τα φτερά
στον άνεμον μαθκιούν, σκορπούν τζιαί ρέσσουν.
Έτσι να πεις,
ως πών πωρνόν, μεν μείνεις να νυκτώσει
γιατ' υστέρα
'ν αδύνατον για σέν να ξημερώσει.
Εν πού την
ώραν πόρκεσαι ως τον τζιαιρόν πού φέφκεις
θωρείς πού
πεθανίσκουσιν τζιαί πάλ' έσ' ομ πιστέφκεις;
Τζιαί
μάσιεσαι, σκοτώννεσαι, τζιεί χάλασε δά κτίσε
μα στάθης
τζιαί καμιάφ φοράν τζιαί σκέφτηκες ποιος είσαι;
Σάν έναφ
φύλλον του δέντρου πού σιέται όπως πρέπει
τζι' άξιππα
ππέφτει πας στήγ γην τζιαί λλίον λλίον σέπει.
Έτσι τζιαί σέν
τον ίδιον εψ ψέφτιτζ' ή ζωή σου
έρκεσαι,
φέφκεις, χάννεσαι τζι' ούτε στήγ γήμ πώς ήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου