Μέσα σε δάσος δροσερόν, πουκάτω σ΄έναν πεύκον
ηύρα την βρύσην πόθελα, την βρύσην που γυρεύκω.
Γρόνια τζαι γρόνια τζαι τζαιρούς ΄γύρευκα τούντηνβρύση
τζι ήβρα την τζαι θαρρεύτηκα η δίψα μον΄να σβήσει.
Ηύρα την μά γελάστηκα γιατ΄έν ήτουν για μένα
τζι έκρουζα όπως κρούζουσιν που δίψαν τα σπαρμένα!
Η βρύση , κόρη, σου ν εσού τζι ακρώστου μου χαρώ σε,
όσον τζιαν μ΄έκρουζες εσού, εγιώ πάλε αγαπώ σε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου