Χθες, ήταν
Κυριακή.
Κι έκανα όπως
όλοι.
Το ετοίμασα,
του έβαλα τα
ζεστά του ρούχα.
Κι ύστερα το
πήρα στο πάρκο
και κάθισα
δίπλα στις μαμάδες.
Άνοιξα λίγο το
φερμουάρ της δερμάτινης τσάντας
και χάιδεψα
το λείο,
ιδρωμένο πρόσωπό του.
Το κρατούσα
εκεί μέσα
και ντρεπόμουν
-σαν τέρας.
Κι ύστερα
έκανα
το επαίσχυντο.
Το έβγαλα, το
καημένο,
το αναιμικό,
το κατακουρασμένο
και το
χρησιμοποίησα.
Την 3,2
gigahertz ταχύτητα
και τα 160 του
σκληρού,
και τα πλήκτρα
που επιμελώς
φροντίζω με ειδικό καθαριστικό.
Καφέ,
Ζάχαρη,
Μακαρόνια
Και να μην
ξεχάσω
Να του αγοράσω
καινούρια μπαταρία.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
τις βραδινές ώρες
το σπίτι μου αναπνέει δυνατά
κάποτε με αγωνία
το ακούω να πνίγεται
γιατί του λείπει το οξυγόνο
αν μπορούσα
θα το έπαιρνα αγκαλιά
"ησύχασε μωρό μου
άγια Μαρίνα και κυρά..."
θα του ψιθύριζα
μα είμαι μικρή
και με γελούν οι λέξεις
και αποσπασματικοί στίχοι:
[...] Και αποφασίστηκε να γίνω
μες στην πυρά του εργαστηρίου
βάζο διάφανο
που τρέμει στα βαριά τα βήματα
και στις απότομες κινήσεις». (σ. 13)
[...] είναι μια παράδοξη συνεύρεση
κι αίνιγμα της φύσης
αλλά μόνο καθώς σε γεύεται
γεύεσαι κι εσύ την ομορφιά του
[...] και μπήκα μέσα του
κρατώντας τις παλάμες
σε θέση προσευχής
ευλαβικά περιμένοντας
τη στιγμή της μετάληψης» (σ. 23)
...
Άκουσα κάτι να στάζει.
Ήταν η σιωπή. Υγρό μέταλλο.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο
ήταν πια αργά.
Έκτισε τα πόδια μου
η διαδικασία της πήξης.
Και η σιωπηρή
σταγόνα
με επικάλυψε
σε μία στάση
που είχε προαποφασιστεί.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
τις βραδινές ώρες
το σπίτι μου αναπνέει δυνατά
κάποτε με αγωνία
το ακούω να πνίγεται
γιατί του λείπει το οξυγόνο
αν μπορούσα
θα το έπαιρνα αγκαλιά
"ησύχασε μωρό μου
άγια Μαρίνα και κυρά..."
θα του ψιθύριζα
μα είμαι μικρή
και με γελούν οι λέξεις
και αποσπασματικοί στίχοι:
[...] Και αποφασίστηκε να γίνω
μες στην πυρά του εργαστηρίου
βάζο διάφανο
που τρέμει στα βαριά τα βήματα
και στις απότομες κινήσεις». (σ. 13)
[...] είναι μια παράδοξη συνεύρεση
κι αίνιγμα της φύσης
αλλά μόνο καθώς σε γεύεται
γεύεσαι κι εσύ την ομορφιά του
[...] και μπήκα μέσα του
κρατώντας τις παλάμες
σε θέση προσευχής
ευλαβικά περιμένοντας
τη στιγμή της μετάληψης» (σ. 23)
...
Άκουσα κάτι να στάζει.
Ήταν η σιωπή. Υγρό μέταλλο.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο
ήταν πια αργά.
Έκτισε τα πόδια μου
η διαδικασία της πήξης.
Και η σιωπηρή
σταγόνα
με επικάλυψε
σε μία στάση
που είχε προαποφασιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου