Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Ένα παλιό αυτοκίνητο / Μόντης Κώστας

Ήταν ένα παλιό, σακατεμένο αυτοκίνητο. Η μια του ρόδα διπλωμέ-
νη, σπασμένα τα πλευρά του, τρύπιο τ’ αδιάβροχό του. Βροχές πολλές 
κι ατέλειωτος καλοκαιριάτικος ήλιος θα το χτύπησαν ανυπεράσπιστο 
και του πήραν το γαλάζιο του χρώμα και το γέμισαν ασπροκίτρινες 
ρυτίδες. Τα φανάρια του έχασκαν άδεια. Κάποιος τούς είχε ξεριζώσει 
τις μικρές λαμπίτσες, ίσως ο ίδιος που τα ’πλενε πριν κάθε μέρα και τα 
σκούπιζε απαλά σα να τα χάιδευε. Με το χάδι του στην καρδιά προ-
σπαθούσαν κι αυτά οληνύχτα να του δείχνουν τα χαντάκια, τις πέτρες, 
τα στριψίματα, τον κίνδυνο. Ακούραστα (κουράζεσαι όταν αγαπάς;) 
ψηλαφούσαν το σκοτάδι να ξεδιαλύσουν το καλό απ’ το κακό χωρίς ο 
ύπνος να μπορεί να τα κλείσει (κοιμάσαι όταν αγαπάς;)
Και δεν ήταν μονάχα τις λαμπίτσες, ήταν και τα στολίδια τ’ αρα-
διασμένα τόσο σοφά μπροστά στο τιμόνι που είχαν ξεριζώσει: τους 
κόκκινους δείχτες, τ’ άσπρα χερούλια, το μιλίμετρο που καθώς έδειχνε 
με το δαχτυλάκι του τα πενήντα, τα εξήντα μίλια σάστιζε πλάι του το 
ρολόι και σταματούσε στην τρελή, απέραντη στιγμή τού μεθυσιού του 
τον χρόνο.
Ήταν αραγμένο, πεταμένο, κοντά στο παράθυρό μου. Παραπέρα, 
μισό βηματάκι παραπέρα, γκρεμνιζόταν σχεδόν κατακόρυφη η χαρά-
δρα. Και τ’ αυτοκίνητο ακουμπούσε στο χαμηλό πετρόχτιστο τοίχο 
που οροθετούσε* το χάος της.
Δεν είχα ρωτήξει ποιου ήταν, πώς βρέθηκε εκεί. Το παραδέχτηκα 
χωρίς ιστορία. Τι να την κάνεις τώρα την ιστορία; Ωστόσο σκεφτόμου-
να το στερνό του κύλημα πόσο φοβερό θα ’ταν.
– Σπρώχτε, σπρώχτε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο.
Έπρεπε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο για να νιώθει καλύτερα πως 
άγγιξε το σκληρό πέτρινο τέρμα, πως δεν είχε πια ούτε τόσο δα κομ-
ματάκι δρόμου μπροστά του.
Έκανε το τελευταίο αυτό ανήμπορο βήμα άθελά του, χωρίς ψυχή, 
χωρίς φωτιά. Στο μηδενικό οι κόκκινοι δείχτες, όλοι οι κόκκινοι δεί-
χτες στο μηδενικό. Κι ήταν βέβαια, πολύ παραξενεμένο και τρομαγ-
μένο μα δεν νομίζω να είχε φανταστεί πως το ’χωναν αυτού ώσπου να 
λιώσουν τα σίδερά του. Θα ’ταν δύσκολο να το φανταστεί.
Ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν έτσι ακουμπημένο στον τοίχο. Απο-
κάτω είχαν μαζευτεί ένας σωρός σκουπίδια. Και τ’ αυτοκίνητο τους 
επέτρεψε και τα προστάτεψε.
– Εντάξει, μείνετε, κανείς δεν θα σας πειράξει.
Μικρή υπηρέτρια, ε μικρή υπηρέτρια, δεν μπορείς να σκουπίσεις 
κάτω από ένα αυτοκίνητο που χιλιάδες άνθρωποι μέριασαν* για να πε-
ράσει (να που χρειάζεται κι η ιστορία, να τη φοβάσαι την ιστορία). Αν 
αποπειραθείς μια τέτοια ανοησία, μα τον Θεό η φωτιά του θ’ ανάψει 
ξανά, τα σβησμένα μάτια του θα πετάξουν σπίθες, τα σκουριασμένα 
σίδερα θα τρίξουν, το τρύπιο του αδιάβροχο θ’ ανεμίσει οργισμένο, οι 
πόρτες του θα κλείσουν (τρακ!) και θα ορμήσει στον γκρεμνό σέρνο-
ντάς σε μαζί του, ασυλλόγιστο κοριτσάκι.
Θυμάμαι ένα ένα τα σκουπίδια που ήταν στοιβαγμένα κάτω απ’ 
τη φύλαξή του: Μερικά κουτιά τσιγάρων, ένα κομμάτι ξεθωριασμέ-
νο μεταξωτό ρούχο, μια ξεσκισμένη κάλτσα, μισός σπασμένος καθρέ-
φτης, σκουριασμένα καρφιά, τσαλακωμένα χαρτιά, ένα παπούτσι (δεν 
σκηνοθετώ. Έτσι ήταν). Μια φορά είχαν ζήσει, βέβαια, κι αυτά ώσπου 
ήρθε ξαφνικά ο χαμός κι έτρεξαν βιαστικά να κρυφτούν. Αλήθεια, πού 
να κρυφτούν; Πίσω απ’ το κοτέτσι, απ’ τη μεγάλη άσπρη πέτρα, απ’ 
τον σωρό τα ξύλα; Όχι. Κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Αυτό δεν ήταν όμοιό 
τους, δεν ήταν σκουπίδι, δεν μπορεί να γίνει σκουπίδι ένα αυτοκίνητο.
Ήταν το νούμερο 5540. Του άφησαν τον αριθμό, δεν τον χρειαζό-
ντουσαν και τον άφησαν να πεθάνει κι αυτός τον αργό, τον ατέλειωτα 
αργό θάνατο (ώσπου να λιώσουν τα σίδερα).
Τ’ αλλοπρόσαλλο* ήταν που οι πόρτες ήταν κι οι τέσσερις ανοιχτές 
σα να περίμεναν τους επιβάτες, ολάνοιχτες σαν αγκαλιές και σα φτε-
ρούγες. Κι ούτε που σκεφτόταν κανείς να τις κλείσει.
– Τι περιμένεις, δεν υπάρχει πια δρόμος, δεν υπάρχουν πια επιβάτες.
Κι όμως υπήρχε κάποιος δρόμος ακόμα. Γυρνώντας ένα απόγιομα 
στο σπίτι είδα τ’ αυτοκίνητο στην άκρια του γκρεμνού απάνω απ’ τον 
πετρόχτιστο τοίχο και τέσσερις πέντε ανθρώπους να το σπρώχνουν να 
πέσει. Οι γειτόνισσες κι ένας σωρός παιδιά ήταν γύρω και χάζευαν και
χειρονομούσαν κι απολάμβαναν. 
Είχα φτάξει την τελευταία τελευταία στιγμή, τόσο που μόλις πρό-
λαβα να το δω κι εκείνο γυρνώντας ανάστροφα χάθηκε με θόρυβο στο 
χάος.
Πίσω του αλάλαξε* το πλήθος κι έσκυψε να το δει που κατρα-
κυλούσε.
Η σπιτονοικοκυρά μου μου ξήγησε πόσο καιρό το μελετούσαν κι 
αμελούσαν. Ήταν μεγάλη ασκήμια. Και μαζευόντουσαν τόσα σκουπί-
δια αποκάτω.
Α ναι, ήταν και τα σκουπίδια. Τα είδα όλα ξεσκεπασμένα, απρο-
στάτευτα, φοβισμένα, έκπληχτα, να μένουν ακίνητα το ένα κοντά στ’ 
άλλο και να περιμένουν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου