Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε
έρημη απέμεινε η πόλη
ύπνος βαθύς σκέπασε τα μάτια μας
κουβαλώντας αλλοπαρμένα όνειρα,
κάπου, κάποιο σκυλί αλυχτά
μαρτυρώντας έτσι την αληθινή όψη της ζωής
τα κέρινα πρόσωπα με τα ψεύτικα χαμόγελα
και τους κίβδηλους ανθρώπους που μας αφεντεύουν
και το φεγγάρι, με μάτι άγρυπνο κι αφτί ασκημένο
στους αναστεναγμούς και στους ψιθύρους
γράφει στο δευτέρι του την ιστορία της οικουμένης
σκοντάφτοντας στα σάπια κόκαλα αυτών π’ άδικα χάθηκαν
τους εξόριστους, τους δολοφονημένους και τους κατατρεγμένους
στο αίμα των γεννημένων και των αγέννητων
στο κλάμα αυτών που ζούνε μοναχοί και των ορφανεμένων,
φεγγάρι, πες μας, ποιος άδικος θεός ή δαίμονας
μας αφήνει γυμνούς, νηστικούς και διψασμένους
μας ρήμαξε το έρεβος και τα σπλάχνα μας τρέμουν, πονά το κορμί μας.
πες μας, φεγγάρι μου για τους ωραίους ναυαγούς
που πεθαίνουν για τον έρωτα
για αυτούς που πίστεψαν στον άνθρωπο
αντισταθήκανε στο άδικο, πάλεψαν
και με το αίμα τους γράψανε το ‘ αγάπη’,
μίλησε μας, για την κοινή μας μήτρα και την μοίρα που μας δένει
φεγγάρι, μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις
γιατί εμείς, τόσα χρόνια, τίποτα δε μάθαμε και ψάχνουμε ακόμα
να βρούμε την ατίμωση και το θάνατο που μας ταιριάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου