Οι επισκέπτες
τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους
τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και
σχολιάζουν.
«Ο τεχνίτης
πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματά του·
Από τα έργα
απουσιάζει παντελώς η φρίκη του θανάτου.
Τι θέση έχουν
τα πουλιά, τα δέντρα, τα τοπία αυτά τα ειδυλλιακά
Την ώρα που η
βία ωμή περνά και μας καταπατά;»
Μα όταν το
βράδι σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει
το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το
ράμφος τα πουλιά
Και η άδεια
αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σα να
μοιρολογούν όλα μαζί την Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν
σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα
αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα
φύλλα των δέντρων στις εικόνες.
Ένας στεναγμός
ακούεται μέσα στους τέσσερις τοίχους
Ίδιος με τον
θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με
τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη
λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.
Φαίνεται πως
δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου