Στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
δεν μου απάντησε κανείς,
έγραφα πως κάθε βράδυ με σταύρωναν οι λέξεις
και πως ο κήπος που ήταν γεμάτος λουλούδια
δεν ήταν διόλου κήπος
αλλά κοιμητήριο με σπασμένους σταυρούς
και πως αυτός που τον φρόντιζε
βρέθηκε να κρέμεται νεκρός στο κυπαρίσσι
από τον σπάγκο ενός αναμμένου καντηλιού
και πως γύρω του μαζεύονταν οι χήρες κάθε βράδυ
κι έπιναν μαζί του καφέ,
στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
μ’ απάντησε χθες ο φροντιστής,
μού ’γραφε πως βαριά είναι της λήθης η θηλιά
και να φροντίζω του κυπαρισσιού τα κλώνια
για να ξαποσταίνουν τα πουλιά.
δεν μου απάντησε κανείς,
έγραφα πως κάθε βράδυ με σταύρωναν οι λέξεις
και πως ο κήπος που ήταν γεμάτος λουλούδια
δεν ήταν διόλου κήπος
αλλά κοιμητήριο με σπασμένους σταυρούς
και πως αυτός που τον φρόντιζε
βρέθηκε να κρέμεται νεκρός στο κυπαρίσσι
από τον σπάγκο ενός αναμμένου καντηλιού
και πως γύρω του μαζεύονταν οι χήρες κάθε βράδυ
κι έπιναν μαζί του καφέ,
στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
μ’ απάντησε χθες ο φροντιστής,
μού ’γραφε πως βαριά είναι της λήθης η θηλιά
και να φροντίζω του κυπαρισσιού τα κλώνια
για να ξαποσταίνουν τα πουλιά.
**
..μικρός φοβόμουν να περάσω έξω απ’ το νεκροταφείο
ακόμα και την μέρα,
τώρα, βγαίνω συχνά τα βράδια απ’ το σπίτι,
προσεκτικά ανοίγω την πόρτα που τρίζει
και αφού βεβαιωθώ πως δεν με ακολουθεί κανείς
πάω και κάθομαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, καπνίζω και
καρτερώ να ηχήσει η φυσαρμόνικα που κάποιος νεκρός
ξεγέλασε τους ζωντανούς και την πήρε μαζί του,
ακούω τα τραγούδια των πεθαμένων
και τα λουλούδια που μιλάνε μεταξύ τους,
μένω εκεί μέχρι το χάραμα που τελειώνει η γιορτή, κι όλοι,
αποκαμωμένοι απ’ τον χορό να επιστρέψουν στους τάφους τους
και μετά, αφού γυαλίσω τα μάρμαρα, να μην μείνουνε σημάδια,
αλλάζω τα φυτίλια στα καντήλια για να πάψουν να τσιρίζουν
μαζεύω τα χρώματα της αυγής και στολίζω τις προτομές
ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά
λέω δυνατά καλημέρα
και επιστρέφω στο όνειρο μου.
ακόμα και την μέρα,
τώρα, βγαίνω συχνά τα βράδια απ’ το σπίτι,
προσεκτικά ανοίγω την πόρτα που τρίζει
και αφού βεβαιωθώ πως δεν με ακολουθεί κανείς
πάω και κάθομαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, καπνίζω και
καρτερώ να ηχήσει η φυσαρμόνικα που κάποιος νεκρός
ξεγέλασε τους ζωντανούς και την πήρε μαζί του,
ακούω τα τραγούδια των πεθαμένων
και τα λουλούδια που μιλάνε μεταξύ τους,
μένω εκεί μέχρι το χάραμα που τελειώνει η γιορτή, κι όλοι,
αποκαμωμένοι απ’ τον χορό να επιστρέψουν στους τάφους τους
και μετά, αφού γυαλίσω τα μάρμαρα, να μην μείνουνε σημάδια,
αλλάζω τα φυτίλια στα καντήλια για να πάψουν να τσιρίζουν
μαζεύω τα χρώματα της αυγής και στολίζω τις προτομές
ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά
λέω δυνατά καλημέρα
και επιστρέφω στο όνειρο μου.
**
Είμαι κι εγώ ένας περαστικός
ένα όνομα γραμμένο πάνω στην άμμο
που μ’ ένα φύσημα του αέρα αναδεύεται
σβήνει και τίποτα πια δεν μένει,
μια ματαιότης, μια ψευδαίσθηση, μια κίνηση στο κενό,
ρέω συνέχεια μέσα σε μια κλεψύδρα
γεμίζω – αδειάζω μετρώντας το χρόνο
σαν μια μνήμη χάνομαι
που δεν μπορείς να κρατήσεις,
πριν η επόμενη ριπή του αέρα
για πάντα με σκορπίσει
προλαβαίνω να ζήσω ολάκερη ζωή,
γιατί μέσα από εσένα έμαθα ν’ αγαπώ!
ένα όνομα γραμμένο πάνω στην άμμο
που μ’ ένα φύσημα του αέρα αναδεύεται
σβήνει και τίποτα πια δεν μένει,
μια ματαιότης, μια ψευδαίσθηση, μια κίνηση στο κενό,
ρέω συνέχεια μέσα σε μια κλεψύδρα
γεμίζω – αδειάζω μετρώντας το χρόνο
σαν μια μνήμη χάνομαι
που δεν μπορείς να κρατήσεις,
πριν η επόμενη ριπή του αέρα
για πάντα με σκορπίσει
προλαβαίνω να ζήσω ολάκερη ζωή,
γιατί μέσα από εσένα έμαθα ν’ αγαπώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου