Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Τρία (3) ποιήματα του Γιάννου Λαμπή

Νοσταλγία
Μια ανοιχτή αγκαλιά απόψε η νύχτα,
γιομάτη γνώριμες μυρωδιές και φωνές από παλιά
και το φεγγάρι, σαν έφηβο αγόρι γλιστρά απ’ τα σπασμένα παντζούρια
και ζωγραφίζει φιλιά πάνω στους τοίχους,
μένουν εκεί για λίγο κι έπειτα γλιστρούν κτυπώντας στο πάτωμα,
σαν βήματα ηχούν πού ’ρχονται από μακριά
κι ολοένα σμίγουν με το κλάμα του κεριού
που σιγοκαίει στο προσκέφαλο μου,
κοιτώ στο ρολόι τις ώρες που ολοένα φεύγουν κι αλαργεύουν
κουβαλώντας στους δείκτες τους αναμνήσεις και θύμησες
που ίσως και κάποιες να μην συνέβησαν ποτέ,
κι όμως, αυτή η μυσταγωγία των ανύπαρκτων μυρωδιών και ήχων
μου θυμίζει εσένα, κι η νοσταλγία
σκάβει με τα νύχια της στα στήθη μου, πικρές πληγές.

**

Τα μάτια της
Καρτέρι στήνω στη νυχτιά και της φωνάζω,
έλα νύχτα κι άπλωσε το μαύρο σου σεντόνι
έλα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
μέσα στην μαύρη σου αγκαλιά
και την σκληρή σου σιγαλιά
θα ακούσω το τραγούδι,
εκείνο που πλέκουν τα μάτια της τα δυό τα μελισσιά
πού ΄ναι ωραία σαν νυχτολούλουδα
γλυκά σαν θυμαρίσιο μέλι,
έλα νύχτα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
γιατί όταν τα δυο της μάτια με κοιτούν
γεμίζω φως, ακούω τη φωνή τους,
πού ’ναι σαν τραγούδι Θεϊκό, γλυκό
κι όλο μου μηνούν,
η αυγή δεν αργεί, σε λίγο, ξημερώνει!

**

Το ημιτελές ποίημα
Όλη τη νύχτα το κορμί μου ήταν μπλεγμένο
σε σάπια ανθρώπινα κόκαλα
με στιγμιαίες σιωπηρές αναλαμπές σωμάτων,
μάζευα, λέει, τα νεκρά κύτταρα
και τά ΄βαζα στη γραμμή για να τελειώσω
ένα βαθιά ανθρώπινο κι αληθινό ποίημα
αλλά συνέχεια σκορπούσαν,
κι εγώ, λέει, τα σαλαγούσα, και τ’ άρπαζα
αλλά συνέχεια κυλούσαν μέσα απ’ τα χέρια μου
σαν χάντρες από κλωστή πού ΄χε πια σπάσει
και πάλι, φτου απ’ την αρχή τα κυνηγούσα
βρίζοντας με που πιο σφιχτά δεν τα κρατούσα
κι όλη τη νύχτα τ’ όνειρο κρεμόταν άδειο
μέχρι που με βρήκε η αυγή να θρηνώ
για ακόμα ένα ημιτελές ποίημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου