Με βρήκε η νύχτα έξω από ένα μικρό καφενείο,
απογοητευμένο που δεν βρήκα κάτι όμορφο για να σας διηγηθώ
κάτι αληθινό που να με κάνει να γράψω έστω κι ένα στίχο,
ήπια καφέ με τους θαμώνες, κι όπως καθόμουν σιωπηλός
κάποια τσιγγάνα με ρώτησε αν ήθελα να μου διαβάσει τον καφέ
μα όταν γύρισα να την κοιτάξω, και πριν καν να της μιλήσω
πέταξε τρομαγμένη στο δρόμο το φλιτζάνι
κι απομακρύνθηκε βιαστικά, μουρμουρίζοντας,
- πώς να πεις το μέλλον σε κάποιον πού ’ναι προ πολλού πεθαμένος;
άκουσα τότε κάποιο τρένο να σφυρίζει από μακριά,
δεν είμαι και σίγουρος,
ίσως να ήτανε και πλοίο που έφευγε, πάντως με καλούσε,
τότε έτρεξα στη μοναξιά της κάμαρας μου
και με χέρι τρεμάμενο ξεκίνησα να γράφω,
όταν τελείωσα τον πρώτο μου στίχο
τον κρέμασα στα σαγόνια της νύχτας
φόρεσα μια καινούργια φορεσιά
κι έτρεξα στο νεκροταφείο να συναντήσω
τους φίλους τους παλιούς,
και μες στην σιγαλιά της νύχτας τους απάγγειλα,
τίποτε στον κόσμο ετούτο δεν είναι αληθινό
μονάχα ο θάνατος κρύβει μέσα του αλήθεια
κι είναι πάνω απ’ όλα αληθινός
απογοητευμένο που δεν βρήκα κάτι όμορφο για να σας διηγηθώ
κάτι αληθινό που να με κάνει να γράψω έστω κι ένα στίχο,
ήπια καφέ με τους θαμώνες, κι όπως καθόμουν σιωπηλός
κάποια τσιγγάνα με ρώτησε αν ήθελα να μου διαβάσει τον καφέ
μα όταν γύρισα να την κοιτάξω, και πριν καν να της μιλήσω
πέταξε τρομαγμένη στο δρόμο το φλιτζάνι
κι απομακρύνθηκε βιαστικά, μουρμουρίζοντας,
- πώς να πεις το μέλλον σε κάποιον πού ’ναι προ πολλού πεθαμένος;
άκουσα τότε κάποιο τρένο να σφυρίζει από μακριά,
δεν είμαι και σίγουρος,
ίσως να ήτανε και πλοίο που έφευγε, πάντως με καλούσε,
τότε έτρεξα στη μοναξιά της κάμαρας μου
και με χέρι τρεμάμενο ξεκίνησα να γράφω,
όταν τελείωσα τον πρώτο μου στίχο
τον κρέμασα στα σαγόνια της νύχτας
φόρεσα μια καινούργια φορεσιά
κι έτρεξα στο νεκροταφείο να συναντήσω
τους φίλους τους παλιούς,
και μες στην σιγαλιά της νύχτας τους απάγγειλα,
τίποτε στον κόσμο ετούτο δεν είναι αληθινό
μονάχα ο θάνατος κρύβει μέσα του αλήθεια
κι είναι πάνω απ’ όλα αληθινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου