ΕΝΟΧΕΣ· ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ
Στεκόταν το περιστέρι καταμεσής του δρόμου.
Δεν αντέδρασε αυτό
κι εγώ
το παρέκαμψα.
Κι αν ήθελε ν’ αυτοκτονήσει;
Θα έπεφτε απ’ το μπαλκόνι;
Θα έκοβε τις φλέβες του;
Καταμεσής του δρόμου θα στεκόταν
κι εγώ —ο αχρείος—
το απέφυγα.
**
ΑΙΣΘΗΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ
Για χρόνια δεν ήξερα γιατί
αρέσει τόσο στους ανθρώπους
να βλέπουν θάλασσα και ουρανό.
Τώρα καταλαβαίνω
πως είναι επειδή
εκεί
δεν έχει ανθρώπους
**
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ «ΧΑΜΕΝΟΣ» Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα δεν ήταν και κανένας ωκεανός
— πέλαγος ήταν.
Εκεί όπου ένας άσχετος ψαράς
τη βρίσκει την Ιθάκη.
Γυρνούσε -—-λέει— ο πολυμήχανος
από νησί σε νησί
(κι από γυναίκα σε γυναίκα)
ο καημένος.
Και η Πηνελόπη ευτυχώς
δεν τον περίμενε με σταυρωμένα πόδια.
Δούλευε κι αυτή καλά τον «αργαλειό» της.
**
**
ΜΑΥΡΟ ΚΟΡΑΚΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ
Τι μαύρο, τι άσπρο;
Τι κοράκι, τι αηδόνι;
Εγώ θα έχω φύγει
Τι κοράκι, τι αηδόνι;
Εγώ θα έχω φύγει
— και η ζωή προκλητικά
θα συνεχίζει τον δρόμο της.
θα συνεχίζει τον δρόμο της.
**
ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΑ «ΕΥΠΩΛΗΤΑ»
θα θέσω τέρμα στη ζωή μου.
«Ποιητής αυτόχειρας»
θα σκίσω τα βιβλία μου
θα φάω μια-μια τις σελίδες
θα φάω μια-μια τις σελίδες
το πρωί θα με βρουν νεκρό
«από υπερβολική δόση ωμής ποίησης».
«από υπερβολική δόση ωμής ποίησης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου