Γαβριήλ Παπά Αντώνης
Πάει ο Ασκλανίχοτζιας εις την γειτόνισσαν τουτζιαι ζητά έναν καζάνιν για να κάμει την δουλειάν του.
Δια του το μα ξήχασεν πίσω να της το πάρει
τζιαι τότες η γειτόνισσα πάει χωρίς χαπάρι
τζιαι πιάνει το καζάνιν της τζι’ έναν μιτσίν δικόν του
τζι’ ο χότζιας άμα το’ μαθεν λυσσιά που το κακόν του.
Πάει ευτύς τζιαι βρίσκει την ζητά να του το δώσει
τζιαι τότες τζι’ είνη απαντά με πονηρκάν καμπόση
εν θα σου το δώσω πίσω εν μωρόν του καζανιού μου
θέλω το για να το δώσω δώρον ύστερα του γιού μου.
Δίχως να της πει κουβέντα φεύκ’ ο χότζιας σκεφτικός
Τζι’ έπεσεν που τον θυμόν του μεσ’ τα ρούχα νηστικός.
Ξαναπηαίνει το πρωίν τζιαι πιάνει το καζάνι
τζιαι λαλεί της μεν φοάσαι θα το φέρω μάνι μάνι.
Περνούν οι μέρες τζι’ εν πάει ο χότζιας να το πάρει
τζι’ άμα το ζητά λαλεί της. Έχω άσσιημον χαπάρι.
Εψόφησεν γειτόνισσα τζι’ είμαι μαραζωμένος
μα’ ν τζιαι μπορώ να σου κάμω τίποτες ο καημένος.
Μα πε μου περιπαίζεις με; ψοφά τζιαι το καζάνι
τζιαι τότες τζιείνος γελαστός λαλεί της μάνι- μάνι.
Έκαμεν τα ο πλάστης μας, όμορφα τζιαι σοφά
γι’ αυτόν άκου γειτόνισσα: Ότι γεννά, ψοφά
( Αμαν να κάμνεις πονηρκιές τους άλλους να γελάσεις
έναν να εσιεις μεσ’ τον νούν πο’ ν πρέπει να ξηχάσεις
ότι με τον ίδιον τρόπον σίουρα θα πιορωθείς
γι’ αυτόν να μεν σαλαβατάς, ούτε τζιαι ν’ αγχωθείς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου