Δέθηκαν κόμπο τα μαντίλια των τσιγγάνων
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας
μια η φωνή απ΄το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες
Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ’ το μεγάλο δρόμο…
Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή
υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι…
................................................
Δε λέει να ξημερώσει
κι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες
νάτην
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων
από στόματα μισάνοιχτα
περιτριγυρισμένη από κουφάρια
επέλεξε να μείνει
κι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι…
................................................
Δύο η ώρα το πρωί
στρωμένη η νύχτα από βραδύς
κι η σιγή ακάλυπτη
Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη
ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
βγαίνουν οι νύμφες για χορό
κι οι νότες σκάβουν τον ορίζοντα
Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων…
....................................................
Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της
και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος
Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα
διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης και της επόμενης…
Γλυκιά Τετάρτη
στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια
................................................
Τη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες
Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα
τότε
που απ’ τον πόθο
άρμεγες πόνο…
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας
μια η φωνή απ΄το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες
Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ’ το μεγάλο δρόμο…
Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή
υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι…
................................................
Δε λέει να ξημερώσει
κι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες
νάτην
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων
από στόματα μισάνοιχτα
περιτριγυρισμένη από κουφάρια
επέλεξε να μείνει
κι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι…
................................................
Δύο η ώρα το πρωί
στρωμένη η νύχτα από βραδύς
κι η σιγή ακάλυπτη
Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη
ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
βγαίνουν οι νύμφες για χορό
κι οι νότες σκάβουν τον ορίζοντα
Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων…
....................................................
Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της
και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος
Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα
διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης και της επόμενης…
Γλυκιά Τετάρτη
στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια
................................................
Τη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες
Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα
τότε
που απ’ τον πόθο
άρμεγες πόνο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου